Είχαν πάρει στις πλάτες τους το φέρετρο ο Αθηνόδωρος, ο μαέστρος, ο Στέλιος, οΧαλαράς,ο Σήφης,ο Φάντομ,ο Φίλης και ο Σώτος
Από πίσω ακολουθούσαν οι υπόλοιποι του μαγαζιού
Η Ζέτα με την Σούλα κλάιγανε συνεχώς
Πίσω απ τον κόσμο του μαγαζιού ακολουθούσε απλός κόσμος, θαμώνες , πελάτες αλλά και φτωχός κόσμος κυρίως απ την παλιά προσφυγογειτονιά του Λευτέρη
Η πόμπή περνούσε μέσα απ την συνοικία του , τα στενά και τους δρόμους της πριν μπει στο νεκροταφείο
Ο κόσμος καθώς τον πηγαίναν για το "τελευταίο αντίο", τραγουδούσε το "βραδιάζει"
Στις εισόδους των σπιτιών βγαίναν κάποιες γιαγιάδες που γνωρίζαν τους δικούς του και θρηνούσαν
Σε μια γωνία στεκόταν έναν μπόμπιρας κρατώντας μια μπάλα στο χέρι και κοιτούσε βουρκωμένος. Λίγο μετά τον πλησίαζε ένα κοριτσάκι και πιάνονταν χέρι με χέρι κοιτάζοντας
Οουρανός συννέφιαζε και έπιανε ένα ψιλόβροχο
Πριν κατεβάσουν το φέρετρο στον τάφο εμφανίστηκε ο Καστοριανός σπρώχνοντας τον κόσμο ευγενικά.
Πλησίασε το φέρετρο και έσκυψε πάνω απ τον Λευτέρη και του ψίθιρισε στο αυτί
"καλό ταξίδι αδελφε", μετά τοποθέτησε ένα μπουκάλι ουίσκι στο φέρετρο και συμπλήρωσε "για το ταξίδι"
Μετά την ταφή συγκεντρώθηκε όλος ο κόσμος στο καφενείο της γειτονιάς για τον καφέ της παρηγοριάς
Οι άνθρωποι του Νικολάου μαζί με τον επιθεωρητή που παρακολουθούσαν διακριτικά τα μνήματα ακολούθησαν τον κόσμο -πάντα διακριτικά- και στο καφενείο
Όταν εγκατέλειψαν τα μνήματα εμφανίστηκε ο Γκάς που πλησίασε πάνω απ τον τάφο
Ο Καστοριανός στεκόταν ακόμη μπροστά στον τάφο
Κάθισαν οι δυο άντρες για μερικές στιγμές αμίλητοι κοιτώντας την φωτογραφία του Λευτέρη
-Εσένα τι σου ήταν;
- Εγώ ήμουν για αυτόν. Πελάτης στο Νικαράγουα για χρόνια
Ο Γκας κούνησε το κεφάλι του
-Όμως...σύμπληρωσε ο Καστοριανός...ποτέ δεν μου συμπεριφέρθηκε σαν πελάτης. Περισσότερο σαν αδερφός
-Όποιον δεν τον πείραζε τον θεωρούσε αδερφό του, όποιον τον επίραζε ή πείραζε άλλους ...αλοιίμονο του
Ο Κατοριανός σκούπισε τα δάκρυα του
-Πρέπει αν είσαι ο Γκ...
Ας μην λέμε ονόματα καλύτερα, τον πρόλαβε ο Γκας
-Σου σώσε ένα φάκελο πριν φύγει.
-Εσύ που το ξέρεις;
-Είναι για όταν έρθει μια δύσκολη στιγμή και μάλλον έρχονται δύσκολες στιγμές για το Νικαράγουα, είπε και κίνησε να φύγει, μετά κοντοστάθηκε και τον κοίταξε,θα πάω στο καφενείο. Θα έρθεις;
-Ίσως θα ταν πιο σωστό να μην εμφανιστώ ακόμη
Στο καφενείο καθόνταν όλοι αμίλητοι
Ο Χαλαράς κοίταξε την Σούλα
-Σούλα; Τι θα κάνουμε με το μαγαζί;
Ο μαέστρος πετάχθηκε
-Τέτοιες ώρες είμαστε για πανηγύρια ;
Η Σούλα γύρισε και κοίταξε τον Μαέστρο, μετά κοίταξε την Ζέτα
Η Ζέτα σήκωσε τα κλαμμένα μάτια της και κοίταξε την Σούλα
Σαν από κάπου να εμφανίστηκε στο καφενείο ο Λευτέρης και να φώναξε
-Θα αφήσεται με μερικές σφαίρες να μας γαμήσουν το μαγαζί; Πάτε καλά μωρέ;
Η Ζέτα κοίταξε την Μίνα και τον Αθηνόδωρο και μετά ξανά την Σούλα
-Σήμερα...μια μέρα σαν αυτήν...δεν θα ήθελε να ανοίξουμε το μαγαζί, θα ήθελε να ανοίξουμε και να βάλουμε φωτιά στην νύχτα
Κοιτάχτηκαν όλοι μεταξύ τους
Ο μαέστρος χαμογέλασε αμήχανα
Η Σούλα πήρε τον λόγο
-Πάμε. όπως μπορούμε, όσο μπορούμε. Πάμε να βάλουμε φωτιά και στην νύχτα και στην πόλη όλη.
Βγάλτε φιρμάνι ποτά και έισοδος σήμερα ελεύθερη
Ο Καστοριανός εκείνη την ώρα έμπαινε μέσα στο καφενείο
-Τι έγινε; ρώτησε
-Πίνουμε τον καφέ μας και τραβάμε για το Νικαράγουα, απάντησε ο Στέλιος
Ο Δείμος καθόταν στην πολυθρόνα του δίπλα στο τζάκι
Με το πάντα ήρεμο βλέμμα του κοίταξε τον Γκας που στεκόταν απέναντι του
-Ειλικρινα λυπήθηκα για τον Λευτέρη
-Δεν χρειαζόταν ούτε την συμπάθεια σου όσο ζούσε , ούτε τηνλύπηση σου τώρα που πέθανε
-Ήσασταν και οι δύο αγρίμια αξημέρωτα. Ακόμη και για τον δικό μας κόσμο. Ο Λευτέρης ήθελε να παραβεί όλους τους κανόνες του δικού μας κόσμου και συ...εσύ έπαιζες τόσο καλό θέατρο για χρόνια λειτουργώντας ως κατάσκοπος του μέσα στην οικογένεια Στόγκα
Πάντα τον θάυμαζα για την εξυπνάδα του αυτόν τον άνθρωπο αλλά όταν έμαθα για α υτό το κόλπο που στήσατε...κρίμα που δεν ζει , χρυσό θα τον έκανα
-Να χρυσώσεις τον ανιψιό σου που τον έβγαλε απ την μέση
Ο Δείμος κοίταξε τον Γκας στα μάτια
-Αν ήταν κάποιος άλλος θα τον είχα ξεπαστρέψει , όμως...είναι αίμα μου , καταλαβαίνεις
- Και φασίστας
-Και φασίστας. Είναι κακό;
-Σου έχω ένα μύνημα να του παραδώσεις. Για αυτό άλλωστε ήρθα .
-Μην το πεις Γκάς. Σκέψου το καλύτερα
-Μόλις τον πετύχω θα ναι νεκρός
-Γνωρίζεις πως είναι καλύτερος σου σε όλα. Στο σημάδι, στην στρατιωτική εκπαίδευση , εσύ βασικά δεν πήγες καν στρατό...,
-Δεν υπάρχει λόγος να κάθομαι να σε ακούω
-΄Τον Δείμο ίσως να μην θέλεις να τον ακούσεις, εμένα όμως πρέπει να με ακούσεις, ακούστηκε η φωνή του Ολλανδού που μεφανίστηκε από πίσω του
Ο Γκας σάστισε. Γύρισε και τον κοίταξε
Ο Ολλανδός χαμογέλασε και του είπε
-Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω παλιόφιλε
-Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;
-Επέστρεψα και αναλαμβάνω τις περιοχές των Στογκαίων. Είχα κανονίσει από σήμερα ο Σταηκούρας να αναλάμβανε την διέυθυνση του Νικαράγουα όμως κάποιος χτες βράδυ είχε άλλη άποψη
-Φαντάζομαι, είπε ο Γκας, σου χαλάσαν τα σχέδια κάποιοι χτες
Ο Ολλανδός χαμογέλασε
-Δεν βαριέσαι
Ο Δείμος σηκώθηκε απ την πολυθρόνα του και βάζοντας δυο ποτά τους πλησίασε και τους τα πρόσφερε
-Μπορούμε να συνεργαστούμε και να κυλήσουν όλα ομαλά, τους είπε
Ο Γκας δεν ήπιε το ποτό παρά μόνο το κοίταξε
-Μιλάς Δείμο λες και σου ανήκει η νύχτα, του είπε
Ο Δείμος γέλασε
-Μα μου ανήκει η νύχτα
-Σου ανήκει ένα συκγκεκριμένο σύστημα στο οποίο κάποιοι δέχτηκαν να συμετάσχουν
-όλοι συμμετέχουν
-Συμμετείχαν. Πλέον έφτασε η εποχή που κάποιοι θα υπάρξουν εκτός συστήματος
-Πάλι αρχίσατε να ονειροπολείτε, είπε ο Δείμος και κοίταξε τον Ολλανδό
-Γκας και συ όπως και ο Λευτέρης θέλεις να μην πληρώνεται προστασία. Δεν σας κάθεται καλά για ιδεολογικούς ή όποιους άλλους λόγους; Μπορούμε να τον προσπεράσουμε αυτόν τον σκόπελο. Τρόποι υπάρχουν
-Δεν υπάρχουν τρόποι
-Αναλαμβάνω όπως προείπα ένα κομμάτι της νύχτας στο οποίο ανήκει και η περιοχή που βρίσκεται το Νικαράγουα
Παλιέ μου φίλε σου χρωστάω χάρη από παλιά και για αυτό τον λόγο καθόμαστε και το συζητάμε ακόμη. Αν δεν σου χρωστούσα γνωρίζεις πως θα είχε ακολουθηθει η άλλη , η γνωστή διαδικασία
Σου προτείνω λοιπόν σαν λύση να δουλέψεις για μένα...και η Νικαράγουα χάρισμα σας
Ο Γκας αιφνιδιάστηκε
Η λύση που πρότεινε ο Εβραίος ήταν μια ντρίπλα που προσπερνούσε τον σκόπελο της άμεσης υποταγής του Νικαράγουα και των ανθρώπων του στον Δείμο. Μια ντρίπλα που θα έδινε χρόνο ώστε να ολοκληρωθεί απρόσκοπτα η μετάβαση του Νικαράγουα σε καθεστώς κολλεκτίβας
Ο Ολλανδός χαμογέλασε φιλικά και συμπλήρωσε
-Ξέρω , όλο αυτό είναι ακόμη πολύ πρόσφατο. Πάρε φίλε μου τον χρόνο σου και μου απαντάς σε μια βδομάδα
-Σε αυτή την βδομάδα ομώς , παρενέβη ο Δείμος, έχουμε ανακωχή. Αρκετυό αίμα χύθηκε μέσα σε τόσο λίγες μέρες στους δρόμους, ε;
Του Γκας του φάνηκε τόσο αστείο, ένας πρώην βασανιστής της χούντας , που αντρώθηκε μέσα στην ακροδεξιά να προσπα΄θήσει αν δείξει πως νοιάζεται για το αίμα που χυνόταν στους δρόμους
Βγήκε απ το σπίτι έξω στον δρόμο
Ανέβηκε στην μηχανή και άναψε τσιγάρο μένοντας για μερικά λεπτά σκεφτικός πριν βάλει μπροστά
Ο Δαίδαλος διατηρούσε μια αλυσίδα από μπεργκεράδικα ως "βιτρίνα" για να διακιολογεί τα όποια έσοδα του
Στο γραφείο του απ το κεντρικό κατάστημα δέχθηκε δυο άτομα νεότερα του
Τους παρατήρησε καλά πριν ξεκινήσει να μιλάει
-Αυτοί τρελλάθηκαν. Το μεσημέρι θάψανε τονα ρχηγό τους και το βράδυ οργανώνουν γλέντι τρικούβερτο στο κωλομάγαζο τους. Εγώ το μόνο που ζητάω από εσάς είναι απλά να πάτε απ έξω και να τους το χαλάσετε. Μπορείτε;
-Και ποιες απώλειες επιτρέπονται;
-Όλες, ακόμη και πελατών
Τα δυο άτομα κοιτάχθηκαν μεταξύ τους και μετά ο ένας πήρε τον λόγο
-Θα σου κοστίσει κάτι παραπάνω
Ο Δαίδαλος έβγαλε μια τσάντα και την ε΄σπρωξε πάνω στυο τραπέζι προς το μέρος τους
-Τα μισά είναι εδώ μέσα, τα άλλα μισά αφού τους χαλάσετε το γλέντι
-Σύμφωνοι
Τα δυο άτομα βγήκαν απ το κατάστημα με την βαλίτσα και ο Δαίδαλος έμεινε σκεφτικός στο γραφείο του
Ο Γκας μετά την σύλληψη του για την ληστεία της τράπεζας είχε φάει πολύ ξύλο ανακρινόμενος ποροκειμένου να αποκαλύψει τονσ υνεργάτη του , τον Λευτέρη, που διέφυγε της σύλληψης με τα λεφτά. Δεν μίλησε ποτέ
Όταν τελικά διατάχθηκε η προφυλάκιση του μέχρι την δίκη οδηγήθηκε σιδεροδέσμιος μαζί με άλλους στην κλούβα
Κάθισε στο πίσω μέρος τηςκαι έκλεισε τα μάτια του
Δίπλα του καθόταν ο Ολλανδός
Καθώς η κλούβα κινούνταν προς τις φυλακές ο ένας φρουρός κοιτούσε επίμονα τον Ολλανδό
-Σε ξέρω από κάπου;
Ο Ολλανδός απάντησε αδιάφορα
-Δεν νομίζω
-Κι όμως η φάτσα κάτι μου θυμίζει, επέμεινε ο φρουρός
Ο Ολλανδός δεν απάντησε
-Με το κικ μποξ τι σχέση έχεις; ρώτησε ο φρουρός
Ο Ολλανδός δεν απάντησε
Ο φρουρός κοίταξε τον συνάδελφο του
-Τι έχουμε εδώ; ρώτησε ο συνάδελφος του
-Αυτό το καθίκι κάποτε μου την είχε κάνει, απάντησε ο φρουρός στον συνάδελφο του και μετά ξανακοίταξε τον Ολλανδό, βλέπεις πριν γίνω αστυνομικός έπαιζα σε αγώνες κικ μποξ
-Δεν έχω σχέση με το άθλημα, απάντησε ο Ολλανδός
-Δεν διοργάνωνες παράνομους αγώνες με χοντρά στοιχήματα;
-Μάλλον με μπερδεύεις με κάποιον άλλον
Ο φρουρός έβγαλε το γκλομπ του και το κατέβνασε με δύναμη στο πρόσωπο του Ολλανδού τινάζοντας τον κάτω στο πάτωμα
-Εξαιτείας του έχασα λεφτά και έμεινα με κουσούρι στην μέση μπάσταρδε , του φώναξε και πήγε να ξανακατεβάσει το γκλομπ του, ο Γκας όμως , σχεδόν ασυναίσθητα σήκωσε το πόδι του και κλώτση το πόδι του φρουρού ρίχνοντας τον κάτω στο πάτωμα. Μετά σηκώιξκε και τον κλώτσησε στο πρόσωπο
Μέχρι η κλούβα να φτάσει στις φυλάκές, για μισή ώρα όλοι οι φρουροί στην κλούβα χτυπούσαν αλύπητα τον ήδη βασανισθέντα στην ανάκριση Γκας
Ο Ολλανδός πεσμένος στο πάτωμα την είχε γλιτώσει
Μέσα στην φυλακή τις πρώτες μέρες ο Γκας δεν μπορούσ ενα κουνηθεί και παρέμενε ακόμη και τις ώρες που ανοίγαν οι πόρτες στο κελί του
Ο Ολλανδός έμαθε σε ποιο κελί τον είχαν και τον επισκέφθηκε την δεύτερη μέρα μαζί με έναν κομπογιανίτη γιατρό που βρήκε ανάμεσα στους κρατούμενους
-Αρνούνται να τον πάνε στο ιατρείο , για κάποιον λόγο τον θέλουν νεκρό ή να τον παιδέψουν. Δες τι μπορείς να κάνεις, είπε σ τον κομπογιαννίτη γιατρό
Ο Γκας τον κοιτούσε ανήμπορος ακόμη και να μιλήσει
Μετά από 15 μέρες βγήκε σ χδόν κουτσαίνοντας στο προαύλιο
Ο Ολλανδός καθόταν με μια παρέα που δεν έπαιζες μαζί της λίγο παραπέρα
Σηκώθηκε και πλησίασε τον Γκάς
-Πως είσαι φίλε; τον ρώτησε
Ο Γκας τον κοίταξε και κούνησε το κεφάλι του
-Έστησα με δικούς μου έναν αγώνα. Ο φρουρός ήταν το θύμα και που να το φανταζόμουν τότε πως θα γινόταν μπάτσος; Θα με έτρωγε εκεί με΄σα στην κλούβα , ευτυχώς μπήκες στην μέση και σε σακατέψαν. Σου χρωστάω φίλε.Πραγματικά το λέω και το εννοώ
-Δεν μου χρωστάς τίποτα. Χώθηκα γιατί δεν τους γουστάρω μία
-Κοίτα, για όσο καιρό θα είμαι εδώ θα χω τον έλεγχο , όμως δεν θα μείνω πολύ
-Δεν χρειάζομαι την προστασία κανενός, απάντησε αδιάφορα ο Γκας και έφυγε
Στο Νικαράγουα ήταν όλα έτοιμα
Οι καλοί πελάτες που αγαπούσαν την κουλτούρα του μαγαζιού είχαν ήδη μαζευτεί
Στα καμαρίνια οι μουσικοί , οι τραγουδίστριες, ο Αθηνόδωρος ,με τα γκαρσόνια καθόνταν σκυθρωποί και αμίλητοι
Η Ζέτα μονολόγησε χωρίς να τους κοιτάξει
-Εγώ δεν μπορώ να βγω. Δεν γίνεται
Η Σούλα άπλωσε το χέρι της και της χάιδεψε τυην πλάτη
Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο Γκας
Τους κοίταξε όλους για μια στιγμή
Ο Φίληςε τον ρώτησε
-Τι παίζει στον έξω κόσμο; Μας κλείνουν οι μαφγιόζοι
-Κανείς και ποτέ δεν θα μας κλείσει. Θα κλείσουμε μόνο αν αρχίσουμε να σκοτωνόμαστε μεταξύ ας. Αν πάψουμε να μαστε αδέρφια. Να πω κι άλλα; Πρέπει να το εξηγήσω παραπάνω;
Όλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και αγκαλιάστηκαν
Ο Γκας καθόταν στην πόρτα απ το καμαρίνι, μαγκωμένος μιας και ήταν καινούριος στην παρέα και ακόμη παρά τα όσα είχαν συμβεί δεν ένιωθε το θάρρος που χαν αποκτήσει δένοντας την σχέση και τις ζωές τους οι υπόλοιποι
Ο Αθηνόδωρος και η Σούλα τον κοίταξαν και του κάνανε νόημα
Πλησίασε και αγκαλιάστηκε με τους υπόλοιπους
Εκείνη την στιγμή θα λέγε κανείς πως εμφανίστηκε στο προσκέδαλο της πόρτας ο Λευτέρης και τους φώναξε
"Τι περιμένετε μωρέ; Βγείτγε και κάψτε τα όλα. Για την μουσική στήσαμε ότι στήσαμε εδώ πέρα Άηντε τραβάτε"
Πρώτοι πάνω στην σκηνή
ανέβηκαν ο Αθηνόδωρος με την
Σούλα και απ τις πρώτες νότες
ξεσηκώθιηκε μέσα στην πίκρα του ο κόσμ ος από κάτω και
ξεκίνησε να τραγουδά μαζί τους τους
στίχους απ το "ριγέ
σακάκι"
Είχα ένα ριγέ σακάκι διπλοσταυροκουμπωτό
το φορούσα με μεράκι σαν ερχόμουν να σε δω
Τώρα κρέμεται στο ράφι ξεχασμένο κι ορφανό
το παλιό ριγέ σακάκι μου το διπλοσταυροκουμπωτό
Ξεχασμένη ξεγραμμένη μες στο ράφι όμως μένει
κι η μεγάλη μας αγάπη αγκαλιά με το σακάκι μου
το σταυροκουμπώτο το διπλοσταυροκουμπωτό
Κάθε μέρα μου γκρινιάζει η μανούλα μου γι’ αυτό
θέλει λέει να το δώσει σε κανένα πιο φτωχό
μα δεν ξέρει πως για μένα είναι άγιο φυλαχτό
το παλιό ριγέ σακάκι μου το διπλοσταυροκουμπωτό
Ο Καστοριανός
συνοδεία δυο δικών
του ανθρώπων εκείνη την στιγμή έμπαινε στο μαγαζι
Ο Φάντομ έπσπευδε να
τον υποδεχθεί και να τον οδηγήσει στο τραπέζι
του
Ο Καστοριανός του κάνε ένα νεύμα να σταματήσει και τον πληισίασε και τον αγκάλιασε και φιληθήκαν σταυρωτά
-Μια τέτοια
νύχτα αγόρι μου εγώ και συ
είμαστε ίσοι, του ψιθύρισε
Μετά περπάτησε ως την πίστα
βγάζοντας το παλτό του και πετώντας
στο πάτωμα
Ανέβηκε στην
σκηνή. Υποκλίθηκε στην Σούλα και της φίλησε
το χέρι, μετά σ τράφηκε στον Αθηνόδωρο και αγκαλιάστηκαν και φιληθήκαν σταυρωτά
-Πέρασες πολλές
μπόρες στην ζωή σου
αδελφέ μου Αθηνόδωρε , του πε
βουρκωμένος, πρέπει να
φανείς δυνατός και σε αυτή την
φουρτούνα
Ο Αθηνόδωρος βούρκωσε
και ήταν έτοιμος να κλάψει
-Όχι εδώ, του πε ο Καστοριανός, όχι μπορστά στους
άλλους αδελφέ μου
Μετά τραβήχτηκε και
ξεκίνησε να χορεύει πάνω στον σκοπό
Ο Αθηνόδωρος πλησίασε
την Σούλα και συνέχισαν να
τραγουδάνε
Ο Γκας καθόταν σε μια γωνιά
μόνος του
Δίπλα του τον πλησίασε
και κάθισε ο Μπασκίμ
Οι δυο άντρες πιάσαν
ο ένας τον καρπό του άλλου σφιχτά
Μετά ο Γκας
έβαλε σε δυο
ποτήρια να πιούνε
-Στον δρόμο που
επιλέξαμε να περπατήσουμε αυτή είναι
η κατάληξη; ρώτησε ο Αλβανός
-Για σένα αδελφέ
μου μπορεί να είναι διαφορετική. Αρκεί να κάτσεις λίγο φρόνιμα. Να κάνεις λίγο πίσω
Ο Μπασκίμ χαμογέλασε
-Και να σε αφήσω μόνος
σου; τον ρώτησε
-Γιατί όχι; Και αν
φύγω δεν θα χάσει η
βενετιά βελόνι
Ο Μπασκίμ κοίταξε απέναντι
στο μπαρ την Μίνα που κοιτούσε
τον Γκας
-Η βενετιά μπορεί να μην χάσει βελόνι, όμως
η κοπελιά απέναντι θα χάσει την μόνη της ελπίδα να
ζήσει μια άλλη ζωή
Ο Γκας κοίταξε με
τρόπο εκεί που έδειξε το βλέμμα του
Μπασκίμ. Μετά έστρεψε την ματιά του κάτω
στο τραπέζι
-Άσε το παρελθόν πίσω
Γκας, αρκετά τιμώρησες τον
εαυτό σου για τότε
-Και αν...
-Δεν θα γίνει έτσι. Δεν είναι όλες οι εποχές και όλες οι
γυναίκες έτσι
Ο Γκας τον κοίταξε
και χαμογέλασε
-Μου λες τις παπαριές
που σου λεγα στην φυλακή για
να αντέξεις;
Ο Μπασκίμ ανταπέδωσε
το χαμόγελο
-Όχι. Είμαστες
άλλωστε σε μια ηλικία που
μπορούμε να ζήσουμε και να
σταθούμε χωρίς ψεύτικα αλλά
χρήσιμα λόγια συμπαράστασης
-Και πως θα
γίνει ρε Αλβανέ; Θα χω την έγνοια της Μίνας, θα χω και την έγνοια των παιδιών σου μη τυχόν
και πάθεις τίποτα;
-Όπως στην φυλακή.
Εσύ θα χ εις την έγνοια μου και γω την
δική σου
-Μέσα και έξω
φυλακή ε;
-Θυμάσαι τι μας
φωνάζαν μια πρωτοχρονιά κάτι
παιδιά με πυρσούς που μαζεύτηκαν έξω απ τα κελιά μας; Εσείς από τα σίδερα..
Καθώς έλεγε το
σύνθημα ο Μπασκίμ ξεκίνησε να το λέει μαζί του και ο Γκας
"και μεις από τους
δρόμους. Εμπρός να
καταλύσουμε το κράτος και
τους νόμους"
Τώρα ο Αθηνόδψρος εγκατέλειπε την πίστα και η Σούλα συνοδείατης κλασσικής κιθάρας του Στέλιου ξεκινούσε να τραγουδά την όμορφη μπαλάντα του Λοϊζου
Στο μαγαζί από κάτω επικράτησε ησυχία
Όλοι ακούγαν με προσήλωση στην φωνή της Σούλας που τραγουδούσε και δάκρυα κυλούσαν απ τα μάτια της
Κάποιοι θα ορκίζονταν εκεέινη τηνη στιγμή πως είδαν τον ίδιο τον Λευτέρη να περνά ανάμεσα απ τα τραπέζια τους , να ανεβαίνει πάνω στην πίστα και χορεύει
Η Δήμητρα είχε γείρει πίσω απ το μπαρ και σιγοτραγουδούσε μαζί με την φωνή της Σούλας
Ο Στέλιος έπαιζε την κιθάρα του με ένα τσιγάρο στο στόμα σκυφτόςε κοιτώντνας στο πάτωμα
Ο Αθηνόδωρος μπήκε στο καμαρίνι του και ξέπσπασε σε κλάμματα κλωτσόντας και σπάζοντας τα πάντα
Ο Φίλης που τον άκουσε έσπευσαν να μπούν μέσα να δουν τι συμβαίνει
Ο Καστοριανός πρόλαβε και μπήκε ανάμεσα σε αυτούς και την πόρτα. Τους είπε πως θα το ανα΄΄αβει αυτός και αφού τους έδιξε μπήκε σ το καμαρίνι
Έτρεξε πάνω στον Αθηνόδωρο και τον αγκάλιασε
-Ξέσπασε αδερφέ, του είπε, ξέσπασε, βγάλτο από μέσα σου. Δεν είναι ντροπή
Ο Αθηνόδωρος έκλαιγε σαν μωρό στην αγκαλιά του Καστοριανού
Σχεδόν πενήντα χρόνια βάσανα και διωγμοί
Τώρα στη μαύρη αρρώστια ανάξια πλερωμή
Τώρα στη μαύρη αρρώστια ανάξια πλερωμή
Το δίκιο του αγώνα πολλά σου στέρησε
Μα η ζωή λεχώνα ελπίδεσ γέννησε
Μα η ζωή λεχώνα ελπίδεσ γέννησε
Τίποτα δεν πάει χαμένο στη χαμένη σου ζωή
Τ' όνειρό σου ανασταίνω και το κάθε σου γιατί
Τ' όνειρό σου ανασταίνω και το κάθε σου γιατί
Ποτέ δε λεσ η μοίρα πωσ σε αδίκησε
Μα μόνο η ιστορία αλλιώσ σου μίλησε
Μα μόνο η ιστορία αλλιώσ σου μίλησε
Σκυφτόσ στα καφενεία στουσ δρόμουσ σκεφτικόσ
Μα χτεσ μεσ στην πορεία περνούσεσ γελαστόσ
Μα χτεσ μεσ στην πορεία περνούσεσ γελαστόσ
Τίποτα δεν πάει χαμένο στη χαμένη σου ζωή
Τ' όνειρό σου ανασταίνω και το κάθε σου γιατί
Τ' όνειρό σου ανασταίνω και το κάθε σου γιατί
Η Σούλα ένιωσε να μην μπορεί απ τους λυγμούς να συνεχίσει το τραγούδι. Παραπάτησε και πήγε να πέσει/ Η Ζέτα τινάχθηκε απ την θέση της, έτρεξε και στάθηκε δίπλα της. Την έπιασε απ την μέση με το ένα χέρι ενώ με το άλλο χέρι κράτησε μαζί της το μικρόφωνο σαν να φώναζε "το μικρόφωνο δεν θα πέσει ποτέ κάτω. Η φωνή μας θα ακούγεται πάντα κόντρα σε όλα"
Ξεκίνησε να τραγουδάει από εκεί που άφησε το τραγούδι η Σούλα που πλέον έκλαιγε
Η ορχήστρα από πίσω, ο μαέστρος, ο Χαλαράς, ο Σήφης, ο Σώτος έμπαιναν από πίσω δυναμικά
Στο ρεφραίν όλο το μαγαζί τραγουδούσε
"τίποτα δεν πάει χαμένο , στην χαμένη σου ζωή,
Τ' όνειρό σου ανασταίνω και το κάθε σου γιατί
Τ' όνειρό σου ανασταίνω και το κάθε σου γιατί
Τ' όνειρό σου ανασταίνω και το κάθε σου γιατί
Τ' όνειρό σου ανασταίνω και το κάθε σου γιατί"
Η Σούλα βρήκε όση δύναμη μπορούσε και συνέχισε να τραγουδά μαζί με την Ζέτα
ενώ κάποια της ψιθύρισε
"συνεχίζουμε παιδί μου, συνεχίζουμε;"
η Ζέτα την κίταξε στα μάτια και τα ανοιγόκλεισε συμφωνόντας
"συνεχίζουμε Σούλα με ένα μαχαίρι καρφωμένο στην καρδιά μας να το κουβαλάμε μια ζωή"
η Σούλα την φίλησε στο μάγουλο και της χάιδεψε τα μαλλιά
Στο καμαρίνι ο Αθηνόδωρος είχε πέσει στο πάτωμα στην ακγαλιά του Καστοριανού και συνέιχζε να κλαίει
Στην πίστα το τραγούδι τέλειωνε και αμέσως η ορχήστρα ξεκινούσε να παίζει το Δίχτυ
Η Ζέτα το έπαιρνε πάνω της ενώ η Σούλα αποχωρούσε με την Μίνα να τρέχει να την αγκαλιάζει και να την παίρνει παραπέρα
Κάθε φορά που ανοίγεις δρόμο στη ζωή
Μην περιμένεις να σε βρει το μεσονύχτι
Έχε τα μάτια σου ανοιχτά βράδυ πρωί
Γιατί μπροστά σου πάντα απλώνεται ένα δίχτυ
Έχε τα μάτια σου ανοιχτά βράδυ πρωί
Γιατί μπροστά σου πάντα απλώνεται ένα δίχτυ
Αν κάποτε στα βρόχια του πιαστείς
Κανείς δε θα μπορέσει να σε βγάλει
Μονάχος βρες την άκρη της κλωστής
Κι αν είσαι τυχερός ξεκινά πάλι
Αυτό το δίχτυ έχει ονόματα βαριά
Που είναι γραμμένα σ’ επτασφράγιστο κιτάπι
Άλλοι το λεν του κάτω κόσμου πονηριά
Κι άλλοι το λεν της πρώτης άνοιξης αγάπη
Άλλοι το λεν του κάτω κόσμου πονηριά
Κι άλλοι το λεν της πρώτης άνοιξης αγάπη
Αν κάποτε στα βρόχια του πιαστείς
Κανείς δε θα μπορέσει να σε βγάλει
Μονάχος βρες την άκρη της κλωστής
Κι αν είσαι τυχερός ξεκινά πάλι
Ο καθένας κουνούσε το κορμί του αριστερά δεξιά πάνω στον ρυθμό του τραγουδιού
Η Ζέτα είχε κλείσει τα μάτια και τραγουδούσε δίνοντας κυριολεκτικά όλη της την ζωή στην φωνή της
Σε κάποιο άλλο μέρος της πόλης κάτω απ τον σιδηρεοδρομικό σταθμό ο Ολλανδός βαδιζε αργά σε ένα στενάκι έρημο με κατεστραμμένα παλιά σπίτια
Προσπέρασε μερικές παράνομες πόρνες και τους νταβατζήδες τους και έστριψε δεξιά σε έναν στενό χαλικόδρομο
Μια ομάδα 25 ατόμων τον περιμέναν μπροστά απ τα αυτοκίνητα τους και ένα βανάκι
-Γιατί δώσαμε εδώ ραντεβού; τον ρώτησε ο πιο τολμηρός της ομάδας, ο τόπος είναι γεμάτος πόρνες, τραβεστί και ασφαλήτες και τα όπλα μας φορτωμένα όπλα
-Τίποτα δεν θα γίνει, απάντησε ο Ολλανδός, είστε έτοιμοι;
Ο τολμηρός κούνησε το κεφάλι του
Ο Ολλανδός κοίταξε τριγύρω την περιοχή
-Αυτός είναι ο συνοικισμός Χίρς...έτσι τον λέγανε κάποτε πριν μαζέψουν οι Γερμανοί τους ανθρώπους μας/ Εργατική συνοικία. Αχθοφόροι, χτίστες, μικρέμποροι, φτωχοί άνθρωποι δίνανε ζωντάνια κάποτε σε αυτόν τον τόπο.Μετά ήρθε η καταστροφή
Ήθελα από εδώ να γίνει το νέο ξεκίνημα μας στην πόλη
Όλοι μας καταγόμαστε από εδώ
-Και ο...
-Άστον αυτόν. Αυτός διάλεξε τον δικό του δρόμο και ξέκοψε από εμάς
Ο τολμηρός κούνησε το κεφάλι
-Θα βρεθεί μπροστά σου όμως κάποια στίγμη Ολλανδέ και τότε...
-Τότε θα είμαστε εγώ και αυτός. Δεν θέλω να ανακατευτείτε, όμως σήμερα έχουμε άλλη δουλειά. Πάμε
Η ομάδα μπήκε στα αυτοκίνητα της και ξεκίνησε για το Νικαράγουα
Από μια αποθήκη της πόλης η ομάδα των ανθρώπων που το πρωί πλήρωνε αδρά ο Δαίδαλος στο γαφείο του ξεκινούσσαν και αυτοί για το Νικαράγουα
-Στηνόμαστε έξω απ το μαγαζί και το γαζώνουμε,ανέφερε ο ένας απ τους δύο ανθρώπους πήραν εντολές απ τον Δαίδαλο
-Τα ντουβάρια μόνο; ρώτησε ένα παιδί απ την ομάδα
-Τα ντουβάρια και οτιδήποτε άλλο υπάρχει, ζωντανό ή άψυχο
Η Ζέτα συνέχιζε να τραγουδάει
Πρώτη στον δρόμο που οδηγεί στο Νικαράγουα έφτασε η ομάδα των εβραίων του Ολλανδού και αφού κάλυψε τα οχήματα της πήρε θέσεις αριστερά και δεξιά του δρόμου μέσα στις φυλλωσιές
Η Ζέτα έδινε την θέση της στον Αθηνόδωρο που ξανανέβαινε στο πάλκο
Ο Γκάς καθόταν τώρα αγκαλιά με την Μίνα
Ο Μπασκίμ είχε κάτσει στο μπαρ και κοιτούσε σκεφτικός σ την σκηνή
Τα ντράμς του Σώτου και τα κίμπορντς του Χαλαρά δίναν το έναυσμα για να ξεκινήσει το τραγούδι του Αθηνόδωρου ο οποίος με την επιβλητική του τσιγγάνικη όλο ευγένεια βαριά φωνή του καθήλωνε ξανά τον κόσμο εν μέσω καπνών τριγύρω του πάνω στην σκηνή
Η πομπή των τριών αυτοκινήτων με τους πλησωμένους τραμπούκους του Δαίδαλου πλησιάζε στο Νικαράγουα
Ο Λεβ κοίταξε τον Ολλανδό μέσα στις φυλλωσιές και του ψιθίρισε
-Πλησιάζουν. Είσαι έτοιμος;
-Θα δούμε, απάντησε ο Ολλανδός
Ο Αθηνόδωρος όπως και η Ζέτα πιο πριν έδινε την ψυθχή του στο κομμάτι Ένιωθε πως τιμούσε κατ αυτόν τον τρόπο τον Λευτέρη , έναν φίλο που ένιωθε και σαν γιο του
Μόλις η πομπή των πληρωμένων τραμπούκων πλησίασε στο σημείο που είχαν στήσει την ενέδρα οι εβραίοι ξεκίνησαν να πέφτουν πυροβολισμοί απ τα αριστερά του δρόμου.
Τα τρία αυτοκίνητα του ακινητοποιήθηκαν γρήγορα
Οι τραμπούκοι ανοίξαν τις πόρτες έτοιμοι να βγουν να ανταπαντήσουν όμως είδαν από μπροστά τους να εμφανίζονται ο Λεβ και ο Ολλανδός μαζί με πέντε άτομα και με τα πολυβόλα που κραδαίναν να τους γαζώνουν
Μέσα σε 3 λεπτά όλα είχαν τελειώσει
Οι τραμπούκοι κείτονταν όλοι νεκροί στο οδόστρωμα
Ο Λεβ στεκόταν με τον Ολλανδό από πάνω τους και τους κοιτούσαν
-Καλά πήγε και αυτό ε; ρώτησε περιπαικτικά ο Λεβ
-Γιατί να μην πήγαινε; απάντησε ο Ολλανδός, καθαρίστε τον χώρο, βάλε τα πτώματα σε σάκους και εξαφανίστε τα αυτοκίνητα, καθαρίστε τα άιματα, εξαφανίστε τους καλύκες. Σε 15 λεπτά να μοιάζει όλος ο χώρος σαν να μην έγινε τίποτα. Εντάξει;
Ο Λεβ κούνησε το κεφάλι
Όσο ο Αθηνόδωρος τραγουδούσε ο Ολλανδός σήκωσε το κινητό του και κάλεσε τον Γκας
-Όχι τώρα Ολλανδέ, απάντησε σηκώνοντας το κινητό του ο Γκας
-Μόνο για ένα λεπτό θέλω να βγεις και να έρθεις στον δρόμο απ την μεριά της πόλης που οδηγεί στο μαγαζί
Θέλω να δεις κάτι
Μόνος
-Μόνος;
-Δεν θα σου έκανα ποτέ κάτυι άσχημο με πούστικο τρόπο Το ξέρεις
Σε πέντε λεπτά ο Γκάς ήταν στο σημείοτ ης επίθεσης και με φόντο τα 25 άτομα της ομάδας του Ολλανδού που εξαφάνιζαν όλα τα στοιχεία άκουγε τον παλιό του γνωστό
-Δουλειά του Δαίδαλου. Εγώ απλά φρόντισα να μην ολοκληρωθεί
-Δεν σέβετε ούτε την σημερινή μέρα , ο Ολλανδός δεν απάντησε, ο Γκάς τον κοπίταξε και του είπε, σε ευχαριστώ Ολλανδέ, σου χρωστάω
-Θα κρατήσει πολύ το...όλο αυτό που στήσατε εκεί; ρώτησε ο Ολλανδός κια κοίταξε το βάθος προς την μεριά του Νικαράγουα
-Ως το ξημέρωμα, απάντησε ο Γκας
-Ωραία, απάντησε ο Ολλανδός, έχω μια φουλίτσα ακόμη και θα επιστρέψω. Το μόνο που με χρωστάει το Νικαράγουα είναι ένα ποτό, είπε και έκανε μεταβολή, στράφηκε προς τον Λεβ, έτοιμοι οι σάκοι;
Ο συνεργάτης του κούνησε το κεφάλι και έδειξε το βαν
-Που πας; του φώναξε ο Γκας
-Να δείξω σε κάποιους που δεν το κατάλαβαν καλά ποιος είναι το νέο α φεντικό στην περιοχή, είπε και μπήκε μαζί με τον Λεβ στο πίσω μέρος του βαν προστάζοντας τον πδηγπ του, vamos
Λίγο αργότερα 25 άτομα έμπαιναν μέσα στο γεμάτο νεολαικόσμο μπεργκεράδικο του Δαίδαλου
Όσοι προπορεύονταν ξεκλίνησαν να χτυπάνε με πτυσσόμενα γκλομπ τον υπεύθυνο προσωπικού και τον manager της επιχείρησης που μπήκαν μπροστά αν τους εμποδίσουν λέγοντας
"κύριοι συγνώμη αλλά το μαγαζί..."
Κάποιοι απ τα 25 άτομα τριγυρνούσαν στα τραπέζια και παίρναν τα κινητά των νεολαίων που αποπειράθηκαν να τραβήξουν σε βίντεο την είσοδο τους
Μια άλλη ομάδα κατευθύνθηκε προς το σημείο ΄που οι κάμερες κατέγραφαν οτιδήποτε γινόταν στο μαγαζί και τις απενεργοποιούσαν σβήονοντάς παράλληλα και όσα είχαν καταγράψει ως τότε
Ο Ολλανδός με άλλα 10 άτομα μπαίναν σ το γραφείο του Δαίδαλου
Κάτω στο μαγαζί πήγαν να φύγουν έντρομοι κάποιοι απ τους νεολαίους όμως 2 ατομα είοχαν φρακάρει την είσοδο δείχνοντας τους τα πιστόλια που έιχαν στις ζώνες τους
-Δεν ήρθαμε για εσάς. Μείνετε στις θέσεις σας και δεν θα πάθετε τίποτα παιδιά , τους λέγανε
Στο γραφείο ο Δαίδαλος παίζοντας το ατάραχος και καθισμένςο αναπαυτικά στην καρέκλα του κοίταξε τον Ολλανδό και του είπε
-Τι συμβαίνει εβραίε; δεν θυμάμαι να σε κάλεσα;
Ο Λεβ έκανε νόημα και οι άνθρωποι του άδειασαν τους σάκους με τα πτώματα των τραμπούκων στο πάτωμα μπροστά στον Δαίδαλο
Μετά πήρε τον λόγο ο Ολλανδός
-Οι εντολές του Δείμου και οι δικές μου ήταν σαφείς. Μια βδομάδα δεν θα έκανε κανείς κίνηση
Αντρίκιες κουβέντες αλλά φαίνεται πως κάποιοι παραμένουν παιδάκια
Ο Δαίδαλος δεν μίλησε
Ο Ολλανδός έβγαλε το πιστόλι του και τον σημάδευσε
-Δεν έχω χρόνο για παιχνίδια βλάκα, είπε και τον πυροβόλησε δυο φορές αστοχόντας όμως επίτηδες, δεν αστοχώ ποτέ τρεις φορές Δαίδαλε...να το θυμάσαι αυτό, ποτέ, είπε και μαζί με τους δικούς του έκανε μεταβολή και βγήκαν απ το γραφείο του
Οι άνθρωποι του Ολλανδού καθώς αποχωρούσαν απ το μαγαζί γυρίσαν τα τραπέζια με τους νεολαίους και αφήναν κάποια χαρτονομίσματα των 100 ευρώ στα τραπέζια τους λέγοντας, δεν είδατε τίποτα σήμερα
Ο Αθηνόδωρος συνέχιζε να τραγουδάει όταν ο Ολλανδός μπήκε στο μαγαζί και πλησίασε τον Γκας στο μπαρ
-Ήρθα για το ποτό που με χρωστάτε
Ο Γκας έκανε νόημα στην Δήμητρα που γέμισε ένα ποτήρι με ουίσκι και α΄φησε το μπουκάλι δίπλα στο ποτήρι του Ολλανδού
-Ας μην μιλήσουμε για δουλειές άλλο, είπε ο Ολλανδός,ας τιμήσουμε τον φίλο σου
Ο Γκάς κούνησε το κεφάλι και αφού ήπιαν μια γερή γουλιά απ τα ποτά τους βγάλανε τα πιστόλια τους τα υψώσαν στον αέρα και ξεκίνησαν να πυροβολάνε προς τιμήν του Λευτέρη
Ο Μπασκίμ από μια σκοτεινή πλευρά του μαγαζιού τους μιμήθηκε
Ο Καστοριανός απ το πρώτο τραπέζι που καθόταν έβγαλε απ το παλτό του και αυ΄τος το πιστόλι του έριξε μερικές φορές στον αέρα.
Μετά έκανε νόημα στον Φάντομ που τον πλησίασε με έναν δίσκο. Τοποθέτησε με εβλάβεια το πιστόλι στον δίσκο. Ο σερβιτόρος το μετέφερε στην πίστα όπου ο Αθηνόδωρος το πήρε ενώ τραγουδούσε. Το ύψωσε στον αέρα και ξεκίνησε να ρίχνει
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου