share

Νικαράγουα 5

Ο Φίλης  βγαίνοντας στην είσοδο είδε   τους εκτελεστές  να  σημαδεύουν τον  Λευτέρη που  καθόταν με ανοιχτά τα χέρια, γελαστός μπροστά τους .Ήταν ήδη λαβωμένος  όταν ο Δαίδαλος  τέντωσε το χέρι του  σημάδευσε και του  έδωσε την χαριστική βολή  στο μέτωπο
Αμέσως ο νεαρός σερβιτόρος  φώναξε το όνομα  του Γκας
Ο  Γκας πετάχτηκε έξω απ το μαγαζί  με το πιστόλι του  στο χέρι
Έτρεξε με τον άοπλο Φίλη που χε  αρπάξει ένα  άδειο μπουκάλι από ουίσκι τα χέρια να τον ακολουθεί
Όλα όσα ακολουθήσαν έγιναν πολύ  γρήγορα και υπερβολικά αργά
Οι εκτελεστές  τρέχαν προς τα δύο αμάξια τους
Ο Γκάς έφτανε πάνω απ το πτώμα  του Λευτέρη. Τον κοίταξε  πεσμένο ανάσκελα με τα μάτια του να κοιτάνε στο κενό
Η εμπειρία του ως εκτελεστή του χε  δημιουργήσει μια δεύτερη  φύση, αυτή που του υπαγόρευε  χωρίς να το σκεφτεί   πως  δεν έπρεπε να  χάσει την  ψυχραιμία του εκείνη την στιγμή, πως δεν έπρεπε να αφήσει το συναίσθημα να τον κυριεύσει
Το μυαλό και το σώμα του παγώσαν τον χρόνο. Τον έκαναν να κυλήσει  αργά  ενώ οι ίδιοι κινούνταν γρήγορα
Έτρεξε προς  τα  δύο αμάξια των εκτελεστών
Στο ένα είχε μπει μόνος του ο Δαίδαλος και στο άλλο οι  συνεργάτες του και ξεκινούσαν να φύγουν
Με το πιστόλι του  ξεκίνησε να πυροβολεί το αμάξι του  Δαίδαλου όμως χαμένος κόπος αυτό  σπίνιαρε , έκανε μια κωλιά και  απομακρύνθηκε  βγαίνοντας  απ το χαλικόστρωτο προαύλιο του Νικαράγουα  στον δημόσιο  δρόμο
Αμέσως   έστρεψε το πιστόλι του προς το δεύτερο αμάξι
Τώρα δεν σημάδευσε το τζάμια αλλά  τα πίσω  λάστιχα
Σταμάτησε, στερέωσε καλά τα πόδια του και σημάδευσε 
Άδειασε τον γεμιστήρα του πάνω τους  ενώ από πίσω ο Φίλης  που πλησίαζε  εκσφενδόνισες το μπουκάλι χωρίς   αποτέλεσμα
Κάποια  σφαίρα   βρήκε το ένα  λάστιχο και το αμάξι τώρα  ξεκίνησε να  σέρνετε σαν να προσπαθούσε  τρεκλίζοντας να βγει και αυτό στον δημόσιο  δρόμο
Ο Γκας επιχείρησε να ξαναρίξει όμως  ο γεμιστήρας του είχε  αδειάσει.
Πέταξε το πιστόλι του και έβγαλε απ το σακάκι του ένα δεύτερο.
Τώρα σημάδευε στο τζάμι και τρέχοντας πίσω απ το αμάξι  άδειασε εν κινήσει έναν γεμιστήρα, έβγαλε  δεύτερον  χωρίς να σταματήσει να τρέχει,  τον  τοποθέτησε στο πιστόλι του και συνέχιζε να ρίχνει
Το αμάξι καρφώθηκε σε μια κολώνα  του ηλεκτρισμού
Πλησίασε   πυροβολώντας  με το ένα χέρι ενώ με το άλλο έβγαλε  έναν  πυρσό και  τον άναψε με το ένα σχεδόν χέρι
Πλησιάζοντας στο αμάξι   είδε τους  δυο απ τους  τρεις εκτελεστές νεκρούς
Πέταξε μέσα  τον πυρσό και  συνέχιζε να  πυροβολεί  αδειάζοντας  και τον δεύτερο  γεμιστήρα του
Το αμάξι  είχε  πάρει τώρα φωτιά αλλά ο Γκας δεν έφευγε. έβγαλε και  τρίτο γεμιστήρα και τον τοποθέτησε  στο όπλο του
Ο Φίλης με   δυσκολία τον τράβηξε μακριά
Τώρα καιγόνταν  ολοσχερώς μαζί με τα  πτώματα των δυο εκτελεστών
Τρέξανε και οι δυο  τους πίσω στον Λευτέρη
Αντικρίσαν ξανά το  πτώμα του
Ο Φίλης  ξέσπασε σε  λυγμούς
Ο  Γκάς  ούρλιαξε
Εκείνη την στιγμή  κάτι πέθαινε μέσα  του και δεν μπορούσε να το αντέξει
Δεν ήταν καν έτοιμος για  αυτή την  στιγμή
Ένιωσε να του κόβεται η ανάσα
Κοίταξε αριστερά- δεξιά σαν  να  έψαχνε κάτι  που θα  έφερνε πίσω  τον παιδικό του φίλο
Έβλεπε μόνο αυτοκίνητα θαμώνων
Προσπάθησε να αναπνεύσει όμως  δεν υπήρχε αέρας στα πνευμόνια  του
Σαν κάποιος   αυτόματα και ξαφνικά να  χε  τραβήξει μακριά  όλο το οξυγόνο  του κόσμου
Χωρίς  οξυγόνο, χωρίς   την καρδιά του να χτυπάει, χωρίς να νιώθει  τα πόδια και το σώμα του  άρχισε να  κλωτσάει  και να γεμίζει τρύπες το πιστόλι   τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα των πελατών
Μετά  σύρθηκε προς το πτώμα του  Λευτέρη και κατέρρευσε στα  γόνατα. Κοίταξε μια στιγμή τον φίλο του και μετά έγειρε πάνω του  προσπαθώντας να τον συνεφέρει
-Μην φεύγεις,  μην με  αφήνεις     ρε μαλάκα., ψιθύιριζε
Απ το μαγαζί  είχαν βγει όλοι τώρα 
Η  Σούλα  , η Μίνα, τα παιδιά απ την ορχήστρα  , ο Φάντομ με την  Δήμητρα τρέχανε προς το  σημείο
Πρώτη έπεσε η  Σούλα πάνω  απ το σώμα του Λευτέρη κλαίγοντας
-Τι  σου κάνανε παιδί μου; Γιατί;,ψιθύρισε και μετά  ούρλιαξε, γιατί  εσένα;  Γιατί τώρα;
Ο Γκας  καθόταν ακίνητος τώρα και κοιτούσε  τον φίλο του στα μάτια
Ένιωθε σαν να είχαν παγώσει όλα  γύρω του
Ακόμη και  τα αυτιά του τα ένιωθε  βουλωμένα
Θόρυβοι, μυρωδιές,εικόνες , είχαν εξαφανιστεί όλα από μπροστά του
Έβλεπε μόνο ένα κενό
Η Μίνα από πίσω του  δάκρυσε
-Γκας; του πε  αλλά αυτός δεν αντέδρασε, Γκας; Θα πλακώσουν οι μπάτσοι ...δεν πρέπει να  σε  βρουν εδώ. Μ ακούς;
Ο Γκας  δεν κουνιόταν. Στεκόταν ακίνητος πεσμένος στα  γόνατα  
Η Μίνα  στράφηκε στον Φάντομ
-Φάντομ πάρτον και φύγετε , δεν πρέπει να τον βρουν εδώ
Εκείνη την ώρα  πέρασε ανάμεσα απ τους ανθρώπους του μαγαζιού ο Μπασκίμ
-Θα το αναλάβω εγώ αυτό, τους είπε
Ο  Γιώργος ο μαέστρος   του ανταπάντησε με αγριεμένο  ύφος
-Ποιος  είσαι εσύ και από που ξεφύτρωσες ρε μάγκα;
-Όχι τώρα αυτά. Είμαι φίλος. Ο χρόνος τρέχει και αν  δεν θέλετε να  μπλέξει ο Γκας  πρέπει να με εμπιστευτείτε
Ο  Φάντομ μπήκε στην μέση
-Ο Γκας θα έρθει μαζί μου
-Όχι, απάντησε ήρεμα ο Μπασκίμ, εσύ αδελφούλη  μάζεψε  τους κάλυκες, τους γεμιστήρες  και το ένα πιστόλι που πέταξε . Ο Γκας θα έρθει μαζί μου.
Μετά ο Μπασκίμ  έσκυψε και φίλησε τον  φίλο του απ την  φυλακή  στο κεφάλι
-Αδελφέ μου, πρέπει να φύγουμε
Ο Γκας δεν αντέδρασε αλλά παρέμενε  ακίνητος
Ο  Αθηνόδωρος   εμφανίστηκε μπροστά τους
-Που θα  τον πας;  ρώτησε τον Μπασκίμ
-Θα βρω κάπου   που να ναι  ασφαλές  το μέρος
-Στον τσιγγάνικο συνοικισμό στα  δυτικά , στην έξοδο της πόλης, τον ξέρεις;
Ο Μπασκίμ κούνησε το κεφάλι
-Στο ποτάμι μέσα στις φυλλωσιές έχει μια καλύβα. Εκεί  δεν θα σας βρει κανείς. Θα έρθω και γω σε λίγο
Ο Μπασκίμ τον κοίταξε  χωρίς να μιλήσει για μερικές στιγμές.Μετά  του είπε
-Είσαι τσιγγάνος και είμαι αλβανός. Υποτίθεται  υπάρχει μια  έχθρα  ανάμεσα μας  η οποία  δεν ξέρω από που κράτάει και πως προέκυψε, όμως αυτός εδώ ο άνθρωπος  είναι πόντιος και τον θεωρώ παραπάνω από αδελφό μου
-Αυτόν εδώ τον άνθρωπο  αύριο το πρωί  θα τον περιμένουν  τα παιδιά στον ξεχασμένο  μαχαλά μας να τους πάει βιβλία και  σύνεργα   ζωγραφικής
Τον γνωρίζω μόλις  μερικά 24ώρα και  όμως νοιάστηκε  για τους ανθρώπους μου  παρόλο που τους έβλεπε πρώτη φορά
Έναν τέτοιον άνθρωπο  τον θεωρώ παραπάνω από αδερφό μου
Ο Μπασκίμ και ο Αθηνόδωρος  σφίξανε  τα χέρια και μετά σηκώσανε τον  Γκας που χε καταρρεύσει  ψυχολογικά και τον σύρανε  ως  το σπορ μαύρο αμάξι με το οποίο είχε έρθει  ως εκεί ο Μπασκίμ
Η Μίνα τους ακολούθησε ως το αμάξι
-Θα έρθω και γώ, είπε στον Μπασκίμ
Ο Αλβανός την κοίταξε  και της απάντησε
-Μοιάζεις η πιο ήρεμη. Φρόντισε να θολώσετε τα νερά όταν έρθουν οι μπάτσοι. Είναι σημαντικό αν θέλετε να  συνεχίσετε...καταλαβαίνεις
Η κοπέλα  κούνησε το κεφάλι και έβαλε τα κλάματα
-Που να  βρω δύναμη;
Ο Μπασκίμ της άγγιξε  φιλικά τον ώμο αλλά  δεν μίλησε
Ο Γκας  ακούγοντας την Μίνα να κλαίει  έγειρε το  βλέμμα του απ την θέση του συνοδηγού  χωρίς να κουνήσει το σώμα  του και της  είπε με όση  δύναμη μπορούσε να βγει απ το στόμα του
-Μίνα όλα καταρρέουν,  είσαι η μόνη που...πάρτο στις πλάτες σου..κάντο για τον  Λευτέρη...
Η  Μίνα του άπλωσε το χέρι και το σφιξε κλαίγοντας
-Σε αγαπώ, του είπε

Ο Φάντομ είχε  πάρει αγκαλιά  πιστόλια , γεμιστήρες κάλυκες. Βάδιζε προς το αμάξι του μαζί με  την Δήμητρα.
-Βάλε μπρος  να   φύγουμε . Πρέπει να  τα εξαφανίσω όλα αυτά
Όταν φτάσανε στο αμάξι  από δίπλα ένας πελάτης με την  μνηστή του ούρλιαζε
-Δες τι μου κάνανε. Καινούργιο αμάξι το γεμίσαν  τρύπες. Ποιος θα πληρώσει την ζημιά   μου λες;
Ο Φάντομ άφησε το πίσω κάθισμα   όλα όσα είχε περιμαζέψει, μετά  στράφηκε προς τον πελάτη και τον κοίταξε  στα μάτια
-Γιάννο; του είπε  αγριεμένος, μόλις σκοτώσανε τον Λευτέρη
Ο πελάτης πάγωσε
Ένιωσε ένα κόμπο στον λαιμό του 
Γύρισε προς το αμάξι του και έριξε μια κλωτσιά στην πόρτα  κάνοντας της  βαθούλωμα και μονολόγησε φέρνοντας  τα χέρια του στο κεφάλι
-Όχι ρε γαμώτο, όχι , όχι  όχι


Κάποιος είχε ειδοποιήσει την Ζέτα που έφτασε  στο σημείο
Βγήκε απ το αμάξι  της και έτρεξε προς το πτώμα
Ο Στέλιος με τον  Σώτο  της  συγκρατήσαν
Αυτή ούρλιαζε να την αφήσουν
Δεν αντέξαν και  έτρεξε και έπεσε κλαίγοντας πάνω απ το πτώμα  του
Η Σούλα έγειρε από πάνω της στην πλάτη της και της μιλούσε
Η Ζέτα έκλαιγε, χάιδευε το πρόσωπο του...

Σε λίγο ο χώρος  γέμισε περιπολικά , πυροσβεστικά οχήματα  και ασθενοφώρα
Ο  επιθεωρητής Νικολάου  εμφανίστηκε μαζί με τον Βαγγελάκη
Η Μίνα πήρε μια ανάσα  βαθιά και τον πλησίασε
-Τι συνέβη εδώ;  την ρώτησε  ψυχρά;
-Πριν μερικές ώρες   ήρθες να τον φοβερίξεις και τώρα  τον αντικρίζιεις νεκρό. Σου αρέσει; τον ρώτησε  αγριεμμένη
-Νομίζεις μου αρέσει αυτό; φώναξε ο Νικολάου
-Δεν ξέρω. Εγώ να πω στην κατάθεση μου  ότι εμφανίστηκες να τον  φοβερίξεις;
-Γιατί  είδες τίποτα;
-Μπροστά ήμουν. Τα είδα όλα πως έγιναν
Ο Νικολάου  κοιτάχτηκαν με τον Βαγγελάκη


Το αμάξι του Μπασκίμ  προχωρούσε  στην άδεια περιφερειακή οδό
Ο  Γκας κοιτούσε έξω απ το παράθυρο αμίλητος
Ο Μπασκίμ δεν μιλούσε
Κάποια στιγμή ο Γκας τον κοίταξε
-Παράτε με εδώ στις ερημιές. Πάνε στην οικογένεια  σου Μπασκίμ
-Και  συ οικογένεια μου είσαι
-Ξέρω, θα πεις πάλι  την ίδια  ιστορία απ την φυλακή
Ο Μπασκίμ χαμογέλασε και κοιτώντας μρποστά  στον δρόμο μονολόγησε
-Ο πρώτος έλληνας που νοιάστηκε  για μένα
-Το χεις πει τόσες φορές
-Και συ απαντούσες "δεν είμαι έλληνας  , πόντιος είμαι"
Ο  Γκας  έγειρε ξανά  το βλέμμα του προς τα έξω


Στον προαύλιο χώρο του Νικαράγουα    ο Νικολάου με τον Βαγγελάκη   είδαν τον Αθηνόδωρο να  βαδίζει προς το αυτοκίνητο του
Σταθήκαν  μπροστά του  φράζοντας του τον δρόμο
Η Μίνα καθόταν λίγο παραπέρα  περιμένοντας να δώσει κατάθεση
-Δεν έχεις να πας πουθενά  γύφτε, του είπε  υποτιμητικά ο Νικολάου, θα δώσεις πρώτα  κατάθεση
-Παράτα μας ρε σαχλαμάρα, του πε και τον έσπρωξε  και πέρασε
Ο Βαγγελάκης κοίταξε τον Νικολάου
-Δεν θα  τον σταματήσουμε; Αψήφησε τον νόμο
Ο Νικολάου  ξεφύσησε
-Άστον μη βρούμε κάνα μπελά  και μας πιάσουν στο στόμα τους  ο δικηγορικός σύλλογος και όλοι σχεδόν οι δημοσιογράφοι
Τον παλιόγυφτο, λέει  δυο τραγούδια  και  χει τόσες άκρες
-Να ταν κάνας   καρπουζάς να τον μπαγλαρώναμε και να βλεπε το φως του ήλιου σε 5 χρόνια  ε;
-Βαγγελάκη δες  τι έχει να πει  η πόρνη. Απ ότι φαίνεται μόνο αυτή ήταν έξω την ώρα  της  δολοφονίας
Μέσα  στο κέντρο της πόλης  υπήρχε ένα  διόρωφο καλοδιατηρημένο   παλιό  αρχοντικό , το μόνο ίσως κτίσμα που ο ιδιοκτήτης του  αρνήθηκε  να το  γκρεμίσει και ανεγείρει μια  πολυώροφη  σύγχρονη  οικοδομή που θα  του απέφερε  κάθε μήνα  μια μικρή περιουσία  ως  εισόδημα
Ο  υπηρέτης  που άνοιξε  την καγκελόπόρτα  της  αυλής για να περάσει ο Μπαρτάς ήταν ο Όμηρος ένα παιδί  που θήτευσε  ως κομάντο  στον πόλεμο της Κύπρου   το 1974 και  αργότερα  τον βρήκε  κάπου στην Αφρική  ο Δείμος  να πολεμά  για λογαριασμό της Λεγεώνας  των Ξενών, στην οποία κατέφυγε  για να  ξεφύγει απ τους δικούς του  δαίμονες
Ο 50χρόνος   Μπαρτάς  μπήκε μέσα στο αρχοντικό όπου  βρήκε τον Δείμο  να κάθεται στο σαλόνι , στην γνωστή αριστοκρατική του  πολυθρόνα  φορώντας  την ρόμπα του και ακούγοντας  το 
"Χάθηκε το παλικάρι" , του Ξαρχάκου, όπως  συνήθιζε σε αυτές τις περιπτώσεις
-Όποτε  μπαίνει κάτω απ  το  χώμα   κάποιος  απ το συνάφι μας  βάζω αυτό το τραγούδι Μήτσο είπε στον Μπαρτά
-Καταλαβαίνω  και χτες  το πρωί χάσαμε δυό, απάντησε ο Μήτσος, εδώ λίγο πιο πάνω  στα πατσατζίδικα της αρχαίας  αγοράς
Ο Δείμος με  το ήρεμο ανέκφραστο και αριστοκρατικό του ύφος   πήρε μια ανάσα και ανταπάντησε
-Μέχρι στιγμής  αυτό το  τραγούδι  το χω βάλει για να   τιμήσω  έναν  που μπήκε  κάτω απ το χώμα...Μήτσο..έναν
-Οι Στόγκες ήταν αδέρφια  , ποιον...
-Ποσός με  ενδιαφέρουν οι Στόγκες, κάθισέ , είπε δείχνοντας του  μια καρέκλα  απέναντι απ την πολυθρόνα  του
Ο Μπαρτάς έκατσε  και τον κοίταξε  χωρίς να μιλήσει
-Το παλικάρι  που  σκοτώσανε   χτες  στο μαγαζί
-Τον Φετφατζίδη;
-Αυτόν
-Σήκωσε μπαϊράκι στους Στόγοκες. Δεν τους αδικώ που  δώσαν την εντολή να  τον φάνε
-Ποιος το έκανε;
-Ο ανιψιός σου Δείμο, ο Δαίδαλος
Ο Δείμος κούνησε το κεφάλι και  ξεστόμισε
-Φιλόδοξο παιδί
-Και ικανό πολύ
-Ο πατέρας του έφυγε νωρίς. Ήταν απ τους πρώτους έλληνες που   εκπαιδεύθηκαν απ τους  αμερικανούς  στα  χρόνια του συμμοριτοπολέμου και  στελεχώσανε τα λοκ. Ο Δαίδαλος  συνεχίζει  την οικογενειακή παράδοση 
-Ξέρω πως τιμάς με αυτό τον τραγούδι πάντα αυτούς που φεύγουν όμως...
-Αν δεν τιμώ τους Στοκγες  τότε  για ποιον το έβαλα; Αυτό δεν θέλεις να με ρωτήσεις; 
Ο Μπαρτάς  κούνησε το κεφάλι
-Για  αυτόν  που   σκότωσε ο ανιψιός μου Μήτσο
Ο Μπαρτάς  τα έχασε
-Ο Λευτέρης ήταν ωραίος τύπος. Έξυπνος , πολύ έξυπνος. Θα μπορούσαμε να κάνουμε  χρυσές δουλειές μαζί του, αυτός  όμως προτίμησε να  μείνει   κολλημένος στο μαγαζάκι του
-Τον προσέγγισες;
-Όταν πρωτοεμφανίστηκε  στην πιάτσα. Έκανε κάποιες κινήσεις  που με εντυπωσίασαν. Έδειχνε πως είναι άνθρωπος που  χε μελετήσει κάθε του κίνηση  πριν   την κάνει
Τον εκτίμησα
Τον είχα καλέσει εδώ  και κάναμε  μια κουβέντα
Διαπίστωσα μετά λύπης μου πως παρά το γεγονός  πως ήταν  ένα έξυπνο παιδί και μου  χρειάζονται  τέτοια άνθρωποι  την ίδια στιγμή  είχε και μια  στρεβλή  και μεγιστοποιημένη οπτική  για την  ελευθερία 
Αδάμαστο, ακηδεμόνευτο, ίσως  χαρακτήρα  θα τον έλεγα
Το έψαξα λίγο παραπάνω και είδα πως προερχόταν από μια οικογένεια  μολυσμένη
-Μιάσματα;
-Ο πατέρας του...αριστερός, κομουνιστής. Στην χούντα  είχε  κάτσει φυλακή. Δεν έτυχε να περάσει απ τα χέρια  μου
Τέλος πάντων.
Το έφαγε το κεφάλι του και αυτός όπως ο καθένας που αψηφεί  τους νόμους της πιάτσας και της νύχτας
-Δεν βαριέσαι. Έχουν δει πολλά και  πολλούς τα μάτια μας Δείμο.
-Τα ακούς   βερεσέ  Μήτσο όλα  σου λέω, το ξέρω. Το βλέπω στα αχόρταγα μάτια  σου. Σε αντίθεση με τον Φετφατζίδη  σε σένα  εκτίμησα απ την πρώτη  στιγμή που  σε  γνώρισα αυτή την  δίψα, την πείνα στα μάτια  σου
Και  είσαι αχόρταγος. Μην νομίζεις πως δεν  αντιλαμβάνομαι πως κάποια   στιγμή θα τα θελήσεις όλα. Ακόμη και αυτή την  πολυθρόνα, τον θρόνο μου
-Με  παρεξηγείς  Δείμο, είπαμε  για κάποια  πράγματα  υπάρχει σεβασμός. Παντελόνια  φοράμε και έτσι  περπατήσαμε  και περπατάμε σε αυτόν τον ντουνιά
-Γιατί Μήτσο μου; Γιατί όχι;. Δεν ήρθες εδώ να  δεις τι θα  γίνει με το κενό που αφήνουν στις περιοχές τους οι Στόγκες; Δεν ευελπιστείς να  σου  δώσω  τις  περιοχές  τους; Αν συμβεί αυτό  Μήτσο;  Πόση  δύναμη  θα αποκτήσεις έναντι των άλλων 3  αφεντικών  στην νύχτα; Τι θα  σε εμπόδιζε με τόση δύναμη να   πάρεις  αυτή την καρέκλα;
-Ο σεβασμός
Ο  Δείμος  γέλασε
-Ο σεβασμός...μια λέξη που  την χρησιμοποιούμε πολύ  αλλά την εφαρμόζουμε λίγο
Ο Μπαρτάς  διαμαρτυρήθηκε
-Αν έχεις αυτή την γνώμη για μένα  Δείμο τότε  σου  αφήνω εδώ και τώρα όλες μου τις γειτονιές να τις δώσεις  σε όποιον θεωρείς καλύτερο και πιο έμπιστο και παραμένω απλός στρατιώτης και μόνο
-Δεν θέλω  να σου πάρω την δύναμη Μπαρτά, απλά  δεν θέλω να γίνεις ο απόλυτος κυρίαρχος  στην πόλη. Δεν θέλω  να μου πάρεις την θέση γιατί  θεωρώ πως δεν ήρθε ακόμη ο καιρός
-Με τις περιοχές των Στογκαίων τι θα γίνει; Θα τις  δώσεις στον Δαίδαλο;
-Ο Δαίδαλος είναι  ακόμη πολύ μικρός  για κάτι  τέτοιο
-Τότε  θα τις δώσεις σε κάποιον απ τους άλλους 3
-Όύτε. Αυτούς  τους εμπιστεύομαι λιγότερο από εσένα. 
Αυτό που δεν καταλαβαίνεις Μήτσο είναι πως  αυτή την στιγμή πρέπει  εγώ να είμαι στην θέση που είμαι, εσύ σε αυτήν που βρίσκεσαι  αν θέλουμε να μην  μας τα  πάρουν  τα  3  αφεντικά 
Αν πάρεις την θέση μου   τώρα δεν θα μπορείς να  χεις άμεση επαφή με τυς δρόμους όπως  τώρα απ την θέση που κατέχεις 
Για  τις περιοχές  των Στογκαίων έχω κάποιον  στο μυαλό μου. Θα σου αρέσει όταν τον γνωρίσεις
Ο Μπαρτάς σηκώθηκε να  φύγει
-Πρέπει να φύγω. Οι δουλειές  τρέχουν και δεν περιμένουν
Ο Δείμος κούνησε το κεφάλι του
Μόλις  ο Μπαρτάς έφτασε στην πόρτα  ο Δείμος του  φώναξε
-Μήτσο..., αυτό που θέλω να καταλάβεις είναι  πως μπλοκάρω την άνοδο σου επειδή σε θεωρώ παιδί μου και  δεν θέλω να  έρθει η  στιγμή που θα  χρειαστεί να  βάλω αυτό το τραγούδι  για  σένα


Στο  τμήμα  η Μίνα κοιοτούσε  βαριεστημένα μια τον Νικολάου, μια τον Βαγγελάκη
-Πως εξηγείς το γεγονός  πως ήσουν  μόνο εσύ έξω εκείνη την ώρα, την ρώτησε ο Επιθεωρητής 
-Πάλι  τα ίδια. Επιθεωρητά, μου κάνες  τις ίδιες ερωτήσεις έξω απ το  μαγαζί, σου απάντησα , μου τις κάνεις και εδώ . Φάγαμε   8 ώρες να με ρωτάς  τα ίδια και  ίδια  και να σου απαντώ τα ίδια και τα ίδια
-Θα μας  μάθεις την δουλειά μας;  ρώτησε ο  Νικολάου
-Δεν  θα πρεπε  να  σουν στους δρόμους να  ψάχνεις τους φονιάδες αντί να   παίζουμε τις κουμπάρες;
-Πάμε  ξανά. Είσαι στο μαγαζί και βγαίνεις έξω.
-Για να  κάνω  ένα τσιγάρο και να  πάρω λίγο αέρα
-Και κείνη  την ώρα  είσαι  εσύ  στην είσοδο του μαγαζιού και  το θύμα  κοντά στο αμάξι του στα  20 μέτρα περίπου απ την  είσοδο
-100, 100 απ  τα  χαράματα σου λέω  100 μέτρα απ την είσοδο
-Μα  νωρίτερα  είπες  30 μέτρα, για δες και συ Βαγγέλη τις  σημειώσεις
-Ναι  , το λέει εδώ και το θυμάμαι
- Άμα σας πατήσω καμιά μηνυσάρα μόνο και μόνο για να  αθωωθείτε ώστε να  μπορώ μετά σας πάω στα ευρωπαϊκά  δικαστήρια  και να  ζητήσω καμιά  500αρια  χιλιάρικα  αποζημίωση που πάτε να  φορτώσετε  μια εγκληματική  ενέργεια  όχι στους φονιάδες αλλά  στα  θύματα θα σας πω  εγώ
-    Τι έχουμε  εδώ; Είπε ο Βαγγέλης,σηκώνει μπαϊράκι  το πορνίδιο;
-Λες να την κρατήσουμε 12ώρες μέσα; ρώτησε ο Νικολάου
-Μας δίνει ο νόμος αυτό το δικαίωμα
-Βασικά ο παλιός  νόμος μας έδινε το δικαίωμα να την κρατήσουμε τόσο  χωρίς να  της απαγγείλουμε κατηγορία και χωρίς να  δει τον δικηγόρο της. Ο νέος  νόμος μας δίνει  12+48 ώρες  επιπλέον, φώναξε ο  Νικολάου
-Και τι είναι 12+48ώρες  μπροστά στην πεντακοσιαρού που θα σας πάρω σε  5-6 χρόνια από σήμερα; ρώτησε αδιάφορα η  Μίνα
-Ποιος  ζει ποιος πεθαίνει  μέχρι τότε βρε  καημένη; απάντησε ο Νικολάου
-Άσε που αν  ζορίσεις το σχοινί  τότε  μπορούμε και μεις να σου κάνουμε μήνυση, για πορνεία,  για ναρκωτικά  στο σπίτι σου και να μην έχεις  μπορούμε να  βρούμε, έχουμε τρόπο
-Εντάξει, θα  ξεμπερδέψουμε σε  10 χρόνια  όμως θα χει ανέβει και η ταρίφα και θα σας τα πάρω τρίδιπλα, απάντησε  η Μίνα
Ο Νικολάου κοίταξε τον Βαγγελάκη
-Κράτησε την   12+48 ώρες , μας λέει  ψέμματα
-Οκεή  , μόλις προστέθηκε και  σεξουαλική  επίθεση  κατά την ώρα της ανάκρισης. εντάξει  Επιθεωρητή Νικολάου , μπορεί αν μην βγάλω   λεφτά απ  αυτό το τελευταίο αλλά με τις  συνεντεύξεις που θα δώσω θα μάθει όλη η χώρα πόσο κύναιδος και  ψυχανώμαλος είσαι. Μην ανησυχείς όμως , εσύ θα  υπεραπιστείς τον εαυτό σου λέγοντας "μα ήταν ύποπτη" και  η κοινή γνώμη  κοιτώντας και αυτή τα  αθώα  μουτράκια  που χεις   θα σε πιστέψουν
Ο Νικολάου κάθισε στο γραφείο του , την κοίταξε και είπε
-Στρίβε, όμως να ξες  το παρατραβάς
-Άσε μας ρε μπάρμπα, 8 ώρες μας  ζάλισες με τα ίδια και τα ίδια, παράτα μας στον πόνο μας, είπε και βγήκε έξω
Ο  Βαγγελάκης κοίταξε τον επιθεωρητή
-Ήταν στην είσοδο του μαγαζιού όταν άκουσε  τους  πυροβολισμούς, δεν είδε κανέναν. έτρεξε στο σημείο και βρήκε το θύμα  νεκρό
-Οι άλλοι  οι μάρτυρες; Θαμώνες , μουσικοί, γκαρσόνια  τι είπαν
-Όλοι ήταν μέσα και δεν κατάλαβαν  τίποτα
Ο Νικολάου γέλασε πονηρά
-Τι συμβαίνει  κύριε  επιθεωρητά;
-Δεν θα  βρούμε τους ενόχους . Αυτός ο  παρανοϊκός  ο Φετφατζίδης πήρε ότι  του  άξιζε. Εμείς  βέβαια  δεν θα πάρουμε  προαγωγή  όμως  δεν έγινε και μεγάλη  ζημιά και  η υπόθεση θα κλείσει
-Παρανοϊκό γιατί τον λέτε  ; ήταν όντως;
-Βαγγελάκη, όποιος αμφισβητεί το κράτος, το οικονομικό μοντέλο, τους νόμους,  δεν είναι  λογικός άνθρωπος
Θεωρείς ίσα και όμοια εμένα  και σένα  με  αυτούς εκεί έξω;
Το αμάξι του  Αθηνόδωρου   κινούνταν σε έναν  χωματόδρομο παράλληλα με το ποτάμι
Κάποια στιγμή  σταμάτησε και από  ένα μονοπάτι  χώθηκε με τα πόδια μέσα στις  φυλλωσιές και   βγήκε μπροστά στην καλύβα
Εκεί  βρήκε   αμίλητους να κάθονται τον Μπασκίμ  με τον Γκάς

Η Ζέτα ήταν σπίτι της  μαζί με την Σούλα και  την Δήμητρα. 
Μόλις ξεμπέρδεψε με την αστυνομία πήγε από κεί και η   Μίνα
Η Ζέτα  έκλαιγε  συνεχώς ενώ τα  κορίτισια  προσπαθούσαν να την   ηρεμήσουν

Ο Στέλιος με τους  υπόλοιπους  μουσικούς και τους  σερβιτόρους  καθόταν  σε ένα καφενείο
Ο Μαέστρος με  τον Φάντομ μπήκαν μέσα  φορτσάτοι Είχαν  κανονίσει με την  σωρό  να  φτάσει στο σπίτι  της Ζέτας

Ο Αθηνόδωρος κοίταξε τον Γκας
Το πρόσωπο του  ήταν κόκκινο απ το κλάμα 
Ο  Γκας τον κοιτούσε σαν χαμένο μικρό παιδάκι

Βγήκαν με τον Μπασκίμ έξω και ανάψαν τσιγάρο
-Δεν τον έχω ξαναδεί έτσι  και πίστεψε με  μαζί έχουμε περάσει  δια  πυρός και σιδήρου, του πε ο  Μπασκίμ  καθώς κοιτούσαν  το ποτάμι
-Μας έλεγε ο Λευτέρης  για έναν  αδερφικό φίλο  που είχε  αλλά  όταν τον ρωτούσαμε που  είναι  άλλαζε κουβέντα, απάντησε ο Αθηνόδωρος
-Απ ότι φαίνεται  ήταν πολύ  δεμένοι
-Πραγματικά  αδέρφια. Τους χώρισε ο χρόνος όμως  δεν ήταν αρκετό αυτό για να μην ξανασμ΄ξουν

Ο Μπασκίμ θυμήθηκε ένα  βράδυ στην φυλακή που ακούγανε από ένα  διπλανό κελί κάποιον να  τραγουδάει το  "Ερωτικό"
-Αλβανέ; Να σου κάνω μια ερώτηση;
Ο Μπασκίμ κούνησε το κεφάλι 
-Θα  πήγαινες ποτέ   φυλακή  για να την γλιτώσει  κάποιος φίλος  σου;
-Πόσο φίλος;
-Αδερφός


-Μου λέγε μέσα στην φυλακή  για  τον "αδερφό" του , από τότε, είπε ο Μπασκίμ στον Αθηνόδωρο
-Ήταν πολύ  καλός άνθρωπος ο Λευτέρης. Καλός με όσους  εκτιμούσε  και  σκληρός με όποιον τολμούσε να τους πειράξει


Μια  φορά μέσα στο μαγαζί ένας  γιάπης πελάτης πολύ  large  πάνω στο μεθύσι  του  και το τσακίρ  κέφι την ώρα που  τραγουδούσε ο Αθηνόδωρος   φώναξε
-Φάντομ; 
Ο  σερβιτόρος έτρεξε  μπροστά του
-Παρακαλώ;
-Σαμπάνια και πιάτα
-Αμέσως, απάντησε ο Φάντομ
-Άντε μπράβο, είπε ο γιάπης και του ρίξε μια  καρπαζιά στον σβέρκο κάνοντας  την παρέα του  να γελάσουν
Ο Λευτέτης  που καθόταν στο μπαρ μόνος του σηκώθηκε  σπρώχνοντας το σκαμπό του μακριά
Πλησίασε το τραπέζι  και χωρίς να  μιλήσει  έριξε μπουνιά στον αυχένα του  γιάπη, μετά στο καπάκι άρχισε να  βαράει την παρέα  του
Οι σερβιτόροι όλοι τρέξανε στο σημείο


Στο καφενείο ο Φάντομ έλεγε την ίδια  ιστορία  στους υπόλοιπους
-Μας  φώναξε  χωρίς να μας  κοιτάξει καν "βαρέστε τους όλους και αφήστε τους ανάπηρους  . Γελάσανε με την καρπαζιά"...το θεώρησε μεγάλη  αμαρτία
Αργότερα έλεγε "καρπαζιά σε  εργαζόμενο;" 
Δεν το πίστευε πως  συνέβη


Σερβιτόροι και Λευτέρης  είχαν ρίξει κάτω  και κοπανούσαν  τους γιάπηδες
Ο Αθηνόδωρος  ενώ τραγουδούσε κοίταξε τον κόσμο κάτω και  φώναξε
-Αν  θέλετε  ρίξτε και σεις καμιά. Τους εργαζόμενους μας  δεν τους   ρίχνει κανείς καρπαζιά
Ο Στέλιος με τον Σήφη πηδήξαν  κάτω απ την σκηνή και κοπανούσαν με το μπάσω  και την  κιθάρα αντίστοιχα

Στο καφενείο κοίταξε ο Σήφης τους άλλους πικρόχολα και μονολόγησε
-Έσπασα το πρώτο  μου μπάσο τότε, για το χαλάλι του  Φάντομ μας.
Την άλλη μέρα ο Λευτέρης μου πήρε καλύτερο
Ο  Φάντομ έδωσε το χέρι του στον  Σήφη
-Θα μας λείψει, του  πε
-Πως θα ναι το  Νικαράγουα  χωρίς αυτόν; απάντησε  ο Σήφης


Η Δήμητρα κοίταξε τις άλλες κοπέλες
-Όταν ήρθα στο μαγαζί  ήμουν  μια γυναίκα , μόνη  που χε να ταϊσει το παιδί της  3 μέρες
Με περιεργάστηκε από πάνω μέχρι κάτω
Λέω  μετράει μπούτια κώλο στήθος , να με γαμήσει  θέλει
Ήμουν  όμως τόσο απελπισμένη   που  θα έκανα τα πάντα  για να  πάω λίγο φαϊ στο παιδί μου

-Τι μέρος του λόγου  είσαι εσύ; την ρώτησε ο Λευτέρης
Η  Δήμητρα του εξήγησε πως μεγάλωνε ένα παιδί μόνη της και είχαν  φτάσει ένα σκαλί πριν την εξαθλίωση
-Ποτά  ξες να φτιάχνεις  ή θα  πρέπει να  βάλω κάποιον να σε μάθει;
-Ξέρω
-Την αλήθεια. μην λες ναι για να πάρεις την δουλειά
-Ξέρω, έκανα την δουλειά παλιά
Ο Λευτέρης έβγαλε ένα  τούβλο πενηντάρικα και το πέταξε  στο τραπέζι μπροστά της
-Τα παίρνεις, πας αγοράζεις φαϊ  για το παιδί, μετά  παίρνεις ρούχα, ξες τι ρούχα, για την δουλειά, πουτανιάρικα που λέμε
Πρόσεξε με , δεν σου λέω να γίνεις πουτάνα , απλά βγάζεις αυτά τα  λερωμένα
Τώρα το βράδυ έρχεσαι απ τις 9 να μπεις λίγο στο κλίμα και 11 πιάνεις δουλειά
Το παιδί έχεις κάπου να το αφήσεις;
Η Δήμητρα κούνησε το κεφάλι
-Ωραία. Λοιπόν, τράβα  να προλάβεις  και που σαι
Αν μου φας τα λεφτά και δεν εμφανιστείς σάλτα και γαμήσου μπορώ να σε βρω και σε   γαμήσω αλλά  βαριέμαι
Στ αρχίδια μου, κατάλαβες;
Αν έρθεις όμως   βάζεις εσύ τα όρια  σου  στην δουλειά, μου τα λες  για να   φροντίσω να μην  σου κάνει κάνας  πελάτης καμιά μαλακία


-Ένα μήνα μετά , ήταν ένας. Ωραίος τύπος. Και γλυκός και όμορφος και με  λεφτά
Και ανύπαντρος , σημαντικό αυτό  
Ερχόταν κάθε  βράδυ και με είχε  ψήσει
Σχεδόν τον ερωτεύτηκα 
Εκείνο το βράδυ λοιπόν  πάμε τουαλέτες και με κερνάει κόκα
"πιες να  ξεχαστείς λίγο, δεν είναι κακό" μου πε
Και θα  σνίφαρα , μικρή και χαζή τότε


Στο καφενείο ο  Φάντομ έλεγε στους άλλους
-Μπόμπιρας γώ τότε και η Δήμητρα πιο μικρή
Πάω στο αφεντικό του λέω
"αμαρτία δεν είναι να την κάνει πρεζάκι ο άλλος;"
"ποιος ρε;" μου λέει, "ο γιος του  συνταγματολόγου;" 


Η Δήμητρα συνέχιζε την   εξιστόρηση
-Δεν υπολόγισαν ούτε ποιανού γιος ήταν , ούτε  τι δύναμη είχε ο πατέρας του  στην πόλη, μπούκαρε   στην τουαλέτα με τον Φάντομ και  του έριξε τόσο ξύλο και μετά  τον έσερνε μέσα στο μαγαζί ανάμεσα στα τραπέζια  να τον ξεφτιλίσει
-Αυτά  τα ανατολίτικα να μην είχε, είπε  η  Μίνα και γελάσανε 
-Του χε μείνει έλεγε απ την Τροία που  είχε δει  στο dvd τον Αχιλλέα να σέρνει τον Έκτορα έξω απ τα τείχει της Τροίας, παρενέβη η Σούλα
-Και  έφυγε νωρίς σαν  τον Αχιλλέα, διαπίστωσε η Ζέτα



Στην καλύβα ο  Γκας κοίταξε τον Αθηνόδωρο και τον Μπασκίμ
-Στην ίδια  γειτονιά μεγαλώσαμε
Ακόμη κρατούσε  εκείνα  τα χρόνια    ο ρατσισμός κατά των ποντίων
Εσύ είσαι  γύφτος και συ αλβανός ξέρετε  γιατί  πράγμα μιλάω
Οι δυο τους κουνήσαν το κεφάλι
-Ερχόταν από την διπλανή  γειτονιά  μια παρέα παιδιών. Μεγαλύτερα από εμάς
Εμείς  σε χαμόσπιτα  ζούσαμε  , η δίπλα  γειτονιά είχε την φήμη αριστοκρατικής , κυριλέ  συνοικίας
Ερχόταν λοιπόν τα  κωλόπαιδα να  δείρουν πρόσφυγες
Μπουκάραν και  αν μας  βρίσκαν   μόνους οι δύο - δύο μας την πέφτανε
Μια  φορά πετύχαν  εμένα και τον Λευτέρη, όταν φύγανε  είμασταν  κάτω μέσα στα άιματα. Δεν μπορούσαμε να κουνηθούμε
Όταν το μάθανε οι μανάδες  του Λευτέρη τον περιποιήθηκε με αγάπη
Η δικιά μου με έσπασε και αυτή στο ξύλο. Αφού με  έδερνε 3 ώρες μετά συνειδητοποίησε πως  απ το ξύλο που μου ρίξαν τα πλουσιόπαιδα είχα σκιστεί και ήθελα  ράμματα
Τέλος πάντων
Όταν συνήλθαμε και οι δυο μας   καταστρώσαμε ένα σχέδιο
Ήταν η πρώτη φορά που καταστρώναμε  σχέδιο και από  τότε   θα το κάναμε   συνέχεια
Έκλεψε   βενζίνη από κάτι αμάξια  
Μετά  στήθηκα  εγώ μόνος σε ένα σημείο κοντά στα σύνορα  που  ήταν οι δυο γειτονιές μας
Ο Λευτέρης κρύφτηκε πίσω από κάτι δέντρα  με έναν κουβά γεμάτο βενζίνη
Την πρώτη μέρα δεν με πήραν χαμπάρι τα πλουσιόπαιδια
Του λέω "μάπα το σχέδιο"
αυτός απάντησε
"υπομονή  θέλει"
βγήκαμε και δεύτερη μέρα στο σημείο
Πάλι δεν με πήραν χαμπάρι
Μη  στα πολυλογώ την 9η μέρα  με παίρνουν χαμπάρι πως τριγυρνώ μόνος στο σύνορο και έρχονται 10 άτομα για  τσαμπουκά
Σκάει ο Λευτέρης από πίσω τους και τους πετά τον κουβά με την βενζίνη.
Κλέβαμε κάθε  βράδυ  γιατί αυτή εξατμιζόταν έτσι; 
Τους λούζει με βενζίνη και ανάβουμε οι   δυο μας  σε δυο πανιά   φωτιά και παγώνει η παρέα
Παρακαλάνε να μην τα πετάξουμε πάνω τους
Και κει  ξεκινά η καριέρα μας στο έγκλημα
"Αδειάστε" τους λέει "τις τσέπες σας"
Όταν είσαι φτωχόπαιδο  σού  φαίνεται αδιανόητο το τι μπορεί να κουβαλά ένα πλουσιόπαιδο στις τσέπες  του
Βέβαια  στην γειτονιά τους δεν μένανε  μόνο πλουσιόπαιδα
Υπήρχαν και παιδιά  εργατών που απλά έτυχε να μένουν εκεί...σε υπόγεια όμως όχι στα ρετιρέ


Ο μαέστρος  συνέχιζε να διηγείτε την ιστορία  στο καφενείο
-Οι άλλοι είχαν και βγάλανε εγώ  όμως; Λέω τώρα τι θα κάνουν;  θα με κάψουνε;
Αφού  αδειάσαν τις τσέπες τους  τους λένε ο Γκας και ο Λευτέρης "δρόμο  τώρα"
Πάω να  φύγω και γω  και μου λένε "εσύ θα μείνεις"
Καλά λέω. Δεύτε τελευταίον ασπασμόν

Ο μικρός  Λευτέρης με τον μικρό Γκας κοιτούσαν  συνεχίζοντας να έχουν   τα  αναμμένα πανιά στα χέρια  τον μικρό αλλά μερικά χρόνια μεγαλύτερο του Γιώργο
-Αφού είσαι φτωχός  ρε πούστη άντρα , του λέει  ο Λευτέρης, τι  δουλειά  έχεις με αυτούς;
-Σε παρατήσανε και φύγανε , φώναξε ο Γκας, μάλλον επειδή   δεν είσαι σαν αυτούς και σε έχουνε  χεσμένο
-Και τι να κάνανε; Να καθίσουν να τους κάψετε;
-Εγώ θα καθόμουν για τον Λευτέρη
-Και γω για τον Γκας
-Παιδιά τι να πω; Είναι  τα παιδιά της γειτονιάς μου
-Μαλακία  γείτονά  έχετε, απάντησε ο Γκας, και η αλήθεια είναι πως  τις  προάλλες εσύ μας βαρούσες πιο πολύ απ όλους
-Τι να τον κάνουμε  δαύτον;  ρώτησε ο Λευτέρης
-Ας τον κάψουμε  , χαμένο κορμί είναι, απάντησε ο  Γκας
Εκείνη την ώρα το πανί σχεδόν κάηκε και οι φλόγες τσουρούφλισαν τα  δάχτυλα του Γκας που έβγαλε μια στριγγλιά και έπεσε κάτω απ τον πόνο
Ο Λευτέρης πέταξε το δικό του πανί και έτρεξε μαζί με τον  Γιώργο από πάνω του
-Λίγο νερό,είπε ο Λευτέρης, που έχει  βρύση εδώ κοντά;
-Δεν θέλει νερό, απάντησε ο  Γιώργος, περίμενε, είπε και έτρεξε  ως το σπίτι του. Επέστρεψε μετά πό λίγο κρατώντας μια οδοντόκρεμα ενώ ο Γκας ούρλιαζε απ τον πόνο
-Ρε μας  δουλεύεις;  φώναξε ο Λευτέρης
-Η μάνα  μου είναι νοσηλεύτρια και όσο να ναι ξέρω από αυτά, απάντησε ο Γιώργος και πήρε στα χέρια του  τα  δάχτυλά  του Γκας και τα άλειψε με οδοντόκρεμα
Ο  Γκας αρχικά ένιωσε αρχικά τα  δάχτυλα του να καίνε πιο πολύ απ την οδοντόκρεμα αλλά  μετά από λίγο τα νιωσε να ηρεμούν
Κοιτάχτηκαν οι τρεις  τους 
-Τι σόι μαλάκας είσαι εσύ;  ρώτησε ο Γκας, την μια μας ρίχνεις  το πιο πολύ ξύλο και την άλλη...
-Έκανα λάθος παιδιά  συγνώμη


Ο Γκας κοίταξε   τους δυο φίλους του
-Έτσι  κλείστηκε   σπίτι  του ο μαέστρος
Εμείς  είμασταν πολύ μικροί για να κάνει παρέα και οι γείτονες του πολυ πλούσιοι  για να τους ακολουθεί
Κάπως έτσι  βρήκε διέξοδο στην μουσική

-Την μάνα μου,  είπε η  Σούλα προσπαθώντας να κρατήσει τους λυγμούς της, την έχασα  πολύ νωρίς.
Αναγκάστηκα  πολύ νωρίς να  βγω στον κόσμο και να περπατήσω  χωρίς να  χω  τα φτερά της  για προστασία
Όταν γνώρισα  τον Λευτέρη ήταν ένα  αγρίμι. Ένα  ευγενικό και πολιτισμένο, με τον τρόπο του  αγρίμι.
Είχε μείνει μόνος του , με τον  αδερφό του, τον Γκας, να ναι στην φυλακή. Ποτέ  δεν ξεπέρασε  το  γεγονός πως κάποιος άλλος και ειδικά ο αδερφός του έκατσε φυλακή στην θέση  του
Αυτό το  αγρίμι, μετά την ληστεία άνοιξε μια  νύχτα την πόρτα  της νύχτας και μπήκε μέσα  όπως μπαίνει ένας ταύρος σε υαλοπωλείο
Όμως τα  αγρίμια  είναι αγρίμια γιατί τα χει κυριεύσει ο πόνος. Το  ξέρω αυτό. Το ξέρω πολύ καλά. Έχω περάσει από αυτόν τον δρόμο.
Απ την πρώτη στιγμή  ένιωσα  σαν μάνα  για αυτόν τον πιτσιρικά 
Του άξιζαν  κάποια  φτερά να τον καλύπτουν  και να τον προστατεύουν
Τελικά  δεν κατάφερα  να τον προστατέψω αρκετά, είπε και ξέσπασε  σε κλάματα
Όλα τα   τα κορίτσια  την αγκαλιάσαν και ξεκίνησαν να κλαίνε

Στο καφενείο ο Φίλης άναψε  τσιγάρο και κοίταξε τους υπόλοιπους
Πριν  μερικά χρόνια ο πατέρας  του Φίλη έμπαινε  ένα πρωί μαζί με αυτόν  στο Νικαράγουα
Ο Λευτέρης τους   ρώτησε
-Παρακαλώ; Πως μπορώ να σας βοηθήσω;
Κάθισανε σε  ένα  τραπέζι
-Γνώριζα τον πατέρα  σου, είπε ο  πατέρας του Φίλη, περάσα  μαζί του  στην Ικαρία 7 χρόνια "διακοπές" , απ το 67 ως το 74
Ο Λευτέρης  κοίταξε στα μάτια   τον άνθρωπο
-Δυστυχώς εκείνες  οι εποχές ήταν ηρωικές ή εμείς  είμασταν ήρωες. Σήμερα  έχουν ευτελιστεί όλα. Ποτέ δεν θα περίμενα να  συρθώ  να ζητήσω χάρη από κάποιον για τον γιό μου όμως  αυτό δα με έχει  φέρει σε  αδιέξοδο
-Δεν είναι  ωραίο   για  το παιδί που θέλει να γίνει άντρας να μιλά ο πατέρας του για αυτόν
-Δεν είναι όμως...
-Με όλο  τον σεβασμό μπορείτε  να πάτε στο γραφείο μου ή έξω ; όπου προτιμάτε. Να πω να  σας φέρουν ένα καφέ ή ότι άλλο θέλετε και να  μου  τα πει εδώ  ο φίλος;
Ο πατέρας του κοίταξε τον  Φίλη και του χάιδεψε το κεφάλι πριν σηκωθεί απ το τραπέζι
Όταν μείνανε  μόνοι ο Λευτέρης κοίταξε τον Φίλη
-Για  πες πιτσιρίκο; Τι μαλακίες έχεις κάνει;
-Τίποτα
-Έλα ρε μαλάκα. Δεν έχουμε μεγάλη  διαφορά  ηλικίας και  ήμουν στην ηλικία  σου. Τι έκανες και απηύδησε ο άνθρωπος;
-Στο σπίτι ήμαστε στριμόκωλα . Εγώ πρέπει να  δουλέψω
Πήγα  σε κάμποσες δουλειές  αλλά...
-Αλλά τι έγινε;
-Ε δεν   γουστάρω  αφεντικά 
-Ούτε εγώ τα  γουστάρω
-Ναι αλλά  εσύ  είσαι αφεντικό
-Θα  το δούμε και αυτό , αν μου κάνεις  στο τέλος. Για  λέγε;
-Όλο  μαλακίες.  είπαμε να  δουλέψω να  φέρω  λεφτά στο σπίτι αλλά  στην μια  δουλειά με κάνει  χνέρια ο προϊστάμενος, στην άλλη ο παλιός  και καλά  συνάδελφος , στην παράλη το αφεντικό
-Και  συ  τι έκανες;
-Στις δυο πρώτες  έφυγα
-Στην τρίτη;
-Στην  τρίτη έδειρα το αφεντικό. Μας έκανε μήνυση  για αυτό   τα παίξε ο γέρος. Εμ δεν  έχουμε λεφτά να πληρώσουμε τους λογαριασμούς , εμ μας έκατσε και μήνυση και   θέλουμε  περισσότερα απ αυτά που  χρωστούσαμε
Ο Λευτέρης κούνησε το κεφάλι
-Γουστάρεις να μπεις εδώ  σερβιτόρος;
-Τι σημασία έχει;  Θα πεις καμιά μαλακία εσύ, θα μου το παίξει  κανείς μαλάκας λαϊκός απ τους συναδέλφους   παλιός  και καλά  μαγκιά  και θα γίνουμε κώλος
Εκείνη  την ώρα μπήκε ο Στέλιος με την κιθάρα  του σιγοτραγουδώντας το "viva la  revolution" των addicts
Ο Λευτέρης του  φώναξε
-Περιμένεις λίγο έξω  αδερφέ; 
-Γαμήσου και συ  πρωινιάτικα   , μάτι δεν έκλεισα   και πρέπει να  κάνουμε και πρόβα και το  βράδυ  έχουμε πρεμιέρα...σκατά
-Εντάξει ρε σύ περίμενε    ένα τεταρτάκι έξω
-Πάνε  εσύ έξω ρε μαλάκα  Λευτέρη, είπε ο Στέλιος και  έκατσε  στο τραπέζι τους, δεν ήρθαν οι άλλοι;  ρώτησε τον  Φίλη  που  δεν απάντησε, μετά  κοίταξε  το τραπέζι και ρώτησε, φραπές είναι αυτό;  εσύ πίνεις;  ρώτησε τον Φίλη και  του πήρε το ποτήρι και  ήπιε  δυο καλές  τζούρες, για πείτε τι λετε;  
-Αυτός είναι ο Στέλιος , δεν τον γαμήσαμε  μικρό  όταν έπρεπε και μας βγήκε έτσι
Εκείνη τη  ώρα μπήκε ο Φάντομ  μέσα στο άγχος
-Λευτέρη, γαμώ και σένα  και το σημμητικό κράτος  με τους νεόπλουτους που χουμε για πελάτες και  το μουνίτ ης μάνας τους πατόκορφα
Γαμώ το σπίτι σου για  αφεντικό , σου πα   δεν  θα  φτάσουν οι βότκες  να παραγγείλουμε και άλλες και  έρχομαι και  είναι άδεια  η αποθήκη
-Ρε  καραγκιόζη σου στείλα μήνυμα να παραγγείλεις  εσύ;
-Δεν το δα  , τι ώρα το  στειλες
-Δεν ξέρω, θα ταν 5 η ώρα
-Τα χαράματα; 
-Ε τότε   μου ρθε
-Ναι μήπως εγώ κοιμόμουν εκείνη την ώρα; 
-Και τι να σου κάνω αν εσύ κοιμάσαι με τις κότες;
-Να γαμήσω μέσα για μαγαζί
-Ε παρήγγειλε  τώρα
Ο  Φίλης κοίταξε τον Λευτέρη
-Αυτή είναι  η σχέση  αφεντικού-  υπαλλήλου εδώ μέσα, του είπε ο Λευτέρης
Παρενέβη ο Στέλιος
-Αφεντικό ποιος είναι;  Εσύ; ρώτησε κοιτώντας τον Λευτέρη, α καλά, πάω πίσω να πιω κάνα μπάφο, αν έρθουν οι  άλλοι  βάλε μια φωνή...αφεντικό, είπε και έφυγε  γελώντας και μονολογόντας , αφεντικό χαχαχα
Ο Λευτέρης κοίταξε τον Φίλη
-Μόνο που  δεν  με  έχουν γαμήσει ακόμη
Αν θες  ψήστο να  ρθεις να  δουλέψεις  εδώ
Ξες από σερβοριλίκι
-Ε  θα μάθω, αφού ρίξω τους δίσκους καμιά  20αρια   φορές
-Στα αρχίδια  σου.Έλα το βράδυ
-Σίγουρα;
-Ναι ρε , τόσους μαλάκες  είμαστε εδώ μέσα  ένας ακόμη  λες να ναι βάρος
Ο Φίλης σηκώθηκε να  φύγει αφού τον ευχαρίστησε
-Και που σαι, σε λίγο  θα  είμαστε όλοι συνέταιροι εδώ μέσα οπότε το θέμα σου με τα α φεντικά θα λυθεί,
-Ναι, είπε και πήγε να  φύγει
-Α και που σαι, ο Φίλης κοντοστάθηκε,  το βράδυ θα δεις εδώ  γυναικάρες , είναι συναδέλφισες  σου  όχι πουτανάκια , που μπορεί  και να γουστάρουν να τον τρώνε  όμως εσύ θα τις  φερθείς σαν συναδέλφισες , ξηγημένοι;
-Ούτως ή άλλως  η ιδεολογία μου  άπτεται του σεβασμού σε κάθε άνθρωπο 
-Ωραία, φύγε, α και που σαι πες λίγο τον πατέρα σου να  ρθει να τον ρωτήσω κάτι 
Ο πατέρας  του   Φίλη μπήκε στο μαγαζί και έκατσε   στο τραπέζι
-Μια ερώτηση μόνο, είπε ο Λευτέρης, ποιος σας έκανε μήνυση;

-Αυτά  δεν τα ήξερα, ρώτησε ο μαέστρος  μέσα στο καφενείο, και τι έγινε με αυτόν που σας είχε κάνει μήνυση;
Ο Φίλης χαμογέλασε και αναφώνησε
-Α ρε Λευτέρη

Ο Νικήτας  είχε   χρόνια το μαγαζάκι με τα  "χρώματα σιδηρικά"  στο κέντρο  της πόλης 
Εκείνη την μέρα  καθόταν μέσα μαζί με δυο φίλους του 
- Γράπη  την βουλευτίνα την ξέρουμε χρόνια. Αυτή κανόνισε και  μας έδωσε ο  δήμος μια μεγάλη δουλειά. Τζάμπα  χρήμα και πολύ , έλεγε  στους φίλους του, βοήθησε και η γνωριμία με τον πάτερ 
Σου λέω και άνθρωπος να μην μπει στο μαγαζί για 4 χρόνια εγώ θα  βγάλω  το χρήμα ενός χρόνου με μια ριξιά
-Έλα  ρε;
-Για αυτό σου λέω  όλα  είναι θέμα  δικτύωσης
Η πόρτα άνοιξε εκείνη την ώρα και μπήκε μέσα ο Λευτέρης μαζί με  δυο ακόμη τύπους
Πλησίασε  στον Νικήτα και ακούμπησε  στον πάγκο του  ένα πιστόλι γεμάτο
-Θα  σου έσπαγα τα μούτρα  αλλά έμαθα πως το έκανε ήδη ο πιτσιρικάς
-Ποιος είσαι; Θα πάρω τηλέφωνο  την αστυνομία
-Και  γω θα πάρω το πιστόλι απ τον πάγκο και σου καρφώσω  δυο σφαίρες στα μυαλά  ρε μαλάκα
-Τι θες άνθρωπε μου;  Σε ξέρω;
-Σε ξέρω εγώ, είπε ο Λευτέρης και έσερνε το  δάχτυλο του πάνω στον πάγκο , βλέπεις; τον ρώτησε
-Τι κάνεις εκεί;
-Αφήνω παντού  τα αποτυπώματα μου. Για να  δεις πως δεν μασάω ούτε από  πολιτικούς, ούτε από παπάδες, ούτε πα τους μπάτσους
Ο Νικήτας δεν μίλησε
-Μέχρι  αύριο προλαβαίνεις να αποσύρεις την μήνυση  ή θα χρειαστεί να  ξανάρθω;
-Ποια μήνυση;
Ο Λευτέρης  του  έδωσε μια μπουνιά και του έσπασε την μύτη
-Πάμε πάλι ξανά. Μέχρι αύριο. Θα μπορέσεις να αποσύρεις την μήνυση;
-Ποια μήνυση;
Ο Λευτέρης του ξανάριξε μια μπουνιά στην μύτη
Να  βγω έξω και να ξαναμπώ  με το πιστόλι  πυροβολώντας; τι δεν καταλαβαίνεις; Την μήνυση
-Ποια απ όλες; Έχω μηνύσει πολύ  κόσμο, φώναξε ο Νικήτας
-Ωραία, πες το απ την αρχή , είπε ο Λευτέρης, απέσυρε  τες όλες, αλλιώς θα  ξανάρθω αύριο και αν φωνάξεις μπάτσους θα σου πω τι θα  γίνει. Εμένα θα με  μαζέψουν όμως μεθαύριο θα έρθουν άλλοι και δεν θα το θες
Ο Νικήτας τον κοιτούσε παγωμένος

Ο Φίλης  γέλασε  κοιτώντας τους συναδέλφους του στο καφενείο
-Ξαφνικά είχα μισθό, η μήνυση  εξαφανίστηκε και κάποιος "άγνωστος" ξεχρέωσε τους απλήρωτους λογαριασμούς   μας

O Γκάς  βγήκε απ την καλύβα αι περπάτησε  ως το ποτάμι
Κοντοστάθηκε  στην όχθη του
Ο Μπασκίμ  τον ακολούθησε και   στάθηκε  λίγο πιο πίσω  του
Τον Μπασκίμ ακολούθησε ο Αθηνόδωρος που επίσης έκατσε λίγο πιο πίσω
Χωρίς να τους κοιτάξει  ο Γκας  φώναξε
-Δεν μπορώ να αναπνεύσω. Νιώθω να πνίγομαι. Σαν να μαι στο κενό, στο πουθενά
-Ο καιρός  αδερφέ μου,  απάντησε ο Μπασκίμ, αυτός μόνο θα κάνει την δουλειά  του.
-Θα με κάνει  να ξεχάσω;
-Να ξεχάσεις όχι. Να το ξεπεράσεις όμως  ναι
-Και  ως τότε;
Ο Μπασκίμ  κούνησε τους ώμους του
-Υπομονή  αδερφέ μου, υπομονή
Ο Αθηνόδωρος  ξεκίνησε να  βαδίζει  βγάζοντας το πουκάμισο  του.
Όταν  έφτασε  στον  Μπασκίμ τον χτύπησε  στην πλάτη 
-Πάμε, του είπε και τον έσπρωξε 
Βαδίσαν μαζί ως  το μέρος  του  Γκας ενώ στην πορεία και ο Μπασκίμ έβγαζε το πουκάμισο του.
Αρπάξαν τον  Γκας και κινήσαν  προς το ποτάμι. Μπήκαν μέσα στο καταχείμωνο  ως την μέση μέσα και βούτηξαν
Ο Γκας έκατσε κάτω απ το νερό για  ένα λεπτό 
Μετά  βγήκε και κοιτάχτηκαν



Ο Δαίδαλος περνούσε την πόρτα  του αρχοντικού  του Δείμου
Ο  θείος του τον υποδέχθηκε  όπως και τον Μπαρτά στο σαλόνι
Ο  Δαίδαλος έκατσε  απέναντι του  αμίλητος
Ο Δείμος  πήρε πρώτος τον λόγο
-Έκανες  κάτι χωρίς να ζητήσεις  την άδεια μου και δεν μιλάω για την δολοφονία αλλά  το ότι εδώ και καιρός  μπήκες στην υπηρεσία  των αδελφών Στόγκα
-Αν δεν το έκανα  θα σκούριαζα
-Στον στρατό υποτίθεται  πως  έμαθες πειθαρχία. Στην οργάνωση  μας  τι διαφέρει και δεν την εφαρμόζεις;
-Τι αποφάσισες  για  τις περιοχές  των Στογκαίων  θείο;
-Γιατί να το συζητήσω μαζί σου; Δεν θα έπρεπε να ανησυχείς  μήπως  η αστυνομία  φτάσει στα  ίχνη σου;
-Δεν υπάρχει περίπτωση
-Άφησες πίσω σου  δυο   συνεργάτες σου
-Δεν  μπορεί κανείς να τους συνδέσει μαζί μου. Το φρόντισα   από πριν αυτό
-Πάντως  το ότι άφησες πίσω σου   δυο άτομα δείχνει  ερασιτεχνισμό
-Επίτηδες  προσέλαβα  δυο όχι και τόσο ικανούς συνεργάτες  ώστε  αν χρειαζόταν , όπως  και  χρειάστηκε να   φανούν χρήσιμοι ως ασπίδα μου
-Έλληνες;
-Βούλγαροι. Τρέχα  γύρευε δηλαδή
-Μάλιστα
-Ποιος τους  εξουδετέρωσε;
-Για αυτό σε  επισκέφτηκα και εδώ είναι το γέλιο. Ο  Γκας που  δούευε  υποτίθεται για τους  αδερφούς Στόγκα
Ο Δείμος ένωσε  τις   άκρες των δαχτύλων  του με τα δυο του χέρια και έμεινε  για λίγο σκεφτικός
-Είσαι  σίγουρος;  τελικά τον  ρώτησε
-Ο  Γκας δούλευε για τον  Λευτέρη. Δεν ξέρω τα "πως" και τα  "γιατί" , όμως ο Γκας...,παύση, δούλευε για τον Λευτέρη
-Ήξερα απ την πρώτη στιγμή πως  ήταν ένα έξυπνο παιδί  αλλά  δεν τον είχα ικανό να "φυτεύσει" δικό  του άνθρωπο  στην ομάδα  που υποτίθεται  του πουλούσε προστασία
-Και δεν ξέρουμε αν είχε  φυτευτούς και αλλού
-Αυτό  αποκλείεται το έχω  τσεκάρει  ο ίδιος προσωπικά, ακούστηκε μια  φωνή απ το χωλ και εμφανίστηκε στο σαλόνι ένας άντρας με ανατολίτικα χαρακτηριστικά
Ο Δαίδαλος κοίταξε προς το μέρος του άντρα που πλησίαζε  στο  μέρος τους
-Ολλανδέ; Νόμιζα πως έλλειπες στην Αμερική
- Έχει λίγες μέρες που επέστρεψα Δαίδαλε. Χαίρομαι που  σε ξαναβλέπω
Ο  Δαίδαλος στράφηκε προς τον θείο του ο οποίος πήρε τον λόγο
-Ο Ολλανδός  θα αναλάβει  τις περιοχές  των αδερφών Στόγκα. Αυτή είναι δική μου προσωπική απόφαση
-Και  τα  υπόλοιπα 4 αφεντικά  της πόλης; Το γνωρίζουν; ρώτησε ο  Δαίδαλος
-Θα  το μάθουν....στην ώρα τους. Ελπίζω να μην προστρέξει κάποιος να τους πει τα μαντάτα, απάντησε με  νόημα ο Δείμος
-Εγώ πρέπει να σας αφήσω, είπε ο Ολλανδός, πρέπει να  βγω στην πόλη για κάποιες δουλειές  που έχω. Θα ξαναμιλήσουμε . Και πάλι χάρηκα που σε είδα  Δαίδαλε
Μόλις έφυγε ο Δαίδαλος σχεδόν "εξεράγει"
-Τον  εβραίο ρε  θείο;  Φώναξες τον εβραίο; Αμάν κάναμε να τον διαολοστείλουμε στην Νέα Υόρκη
-Ο Εβραίος  που λες  είναι ο τελευταίος ικανός συνεργάτης  που είχα.
-Ξεχνάς την ιδεολογία σου; Όλα  χρήμα  είναι για  σένα; 
-Άλλη μια τέτοια κουβέντα  από σένα  και  έχεις φύγει και απ την πόλη και απ την χώρα
-Θείο λογικέψου. 7 χρόνια  υπηρετούσες την επανάσταση. Ο απτέρας μου   πολέμησε τους  εβραιομπολσεβίκους στον Γράμμο
Θες να μου πεις πως δεν υπάρχει ένας έλληνας  ικανός και  θα μας φορτώσεις τον   μπάσταρδο;
-Υπήρχε  αλλά τον έφαγες  χθες βράδυ;
-Τον πόντιο μωρέ;
-Θα σου δώσω μια συμβουλή. Η ιδεολογία μας για μια  Ελλάδα, για μια Ευρώπη  αναμορφωμένη  από το ανανεωτικό μας όραμα  που  επιχείρησε  πρώτος να κάνει  πράξη  ο σκαπανέας της  Λευκής  Φυλής , ο μύστης Αδόλφος  Χίτλερ, δεν πρέπει  να κολλάει σε αγκυλώσεις
Οτιδήποτε  μας κάνει  πιο  δυνατούς το χρησιμοποιούμε  σε αντίθεση με τους κόκκινους
-Έτσι λες;
-Με οδηγό αυτή την  συμβουλή πορεύθηκα  όλα αυτά τα χρόνια και απ όσο ξέρω δεν τα πήγα και άσχημα
-    Δεν συμφωνώ με  τούτη την διαλλαξία, σε λίγο θα κάνουμε και τα λαθροπιθήκια  αρχηγούς;
-Αν οι καταστάσεις το επιβάλλουν , ναι. όμως για να μην φτάσουμε  ως εκεί  φώναξα τον Ολλανδό. Οι Ανατολικοί  είναι στην πόλη  30χρόνια και έχουν αποκτήσει μια κάποια δύναμη και ζητάνε το μερίδιο τους απ την πίτα
-Μπορούμε να τους ξεπαστρέψουμε  μέσα σε μια νύχτα
-Με τα αφεντικά των αφεντικών τους   κάνουμε δουλειές. Θα  διαλύσουμε τις δουλειές με  έναν τόσο χαζό τρόπο. Αυτό μου λες;
-Θα γίνουμε  δούλοι των  ξένων και των εβραίων μέσα στην ίδια  μας την  χώρα; Αυτό μου λες;
-Ο Ολλανδός μπορεί να  κόψει τις ορέξεις  των  Ανατολικών χωρίς να ξεσπάσει πόλεμος
Μου χετε ανοίξει πολλά μέτωπα και   αυτή  την στιγμή το τελευταίο που θα ήθελα  θα ήταν  να ξεκινήσει βεντέτα  και με τους ανατολικούς
-Μιλάς  σαν να  τον επιβάλλεις σαν προσωρινή λύση
Ο  Δείμος γέλασε
-Λες να  τον θέλω μόνιμα μέσα στα πόδια μου Δαίδαλε; 
Ο  Δαίδαλος χαλάρωσε
-Καλός ο  φανατισμός σου ανιψιέ, όμως να τον κρατάς για  την ώρα της σύγκρουσης όχι για την ώρα του σχεδιασμού και την στρατηγικής. 


Ο Γκας με τον  Αθηνόδρο και τον  Μπασκίμ βγήκαν απ το νερό και τρέξανε να προστατευτούν απ το κρύο μέσα στην καλύβα
Ο  Αθηνόδωρος άναψε μια παλιά  σόμπα και  τους έβγαλε από ένα μπαούλο  καινούρια  ρούχα
Ο Γκας  άναψε τσιγάρο και κοίταξε τον Μπασκίμ
-Ποιος το έκανε;  τον ρώτησε κοιτώντας τον στα μάτια
-Δεν πρέπει να περιμένουμε  για μετά την κηδεία;
-Θα περιμένουμε αλλά  πες μου. Τι έμαθες;
-Ο Αλντίν   βρήκε  τα  ίχνη  των   δύο που άφησες  νεκρούς   στην  ορεινή Βουλγαρία. ίσως το απόγευμα να ξέρουμε περισσότερα
Ο Γκας κούνησε το κεφάλι
Μετά  κοίταξε τον  Αθηνόδωρο
-Οι μπάτσοι; Τι έγινε με αυτούς;
-Ζαλίσανε την Μίνα   για  ώρες όμως  δεν κατάφεραν κάτι παραπάνω απ το να της σπάσουν τα νεύρα και αυτή τα δικά  τους
-Όταν μάθουμε ποιοι το κάνανε  θα  τους στείλουμε, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο
Ο Αθηνόδωρος ξαναπήρε τον λόγο
-Άνθρωποι του Στόγκα  ήταν. Εκεί πρέπει να  αναζητήσουμε    τον  δολοφόνο που  διέφυγε. Προφανώς  τόσα χρόνια οι Στόγκες είχαν και έναν  εφεδρικό  στην περίπτωση που εσύ κάπου θα αποτύγχανες
-Και  δεν το έιχα πάρει χαμπάρι
-Και λογικά τώρα θα είσαι  στόχος του. Μήπως να μην εμφανιστείς αύριο στην κηδεία;
-Τόσοι θα  είμαστε εκεί. Λες να  κάνουν ντού; ρώτησε ο Γκας
-Άλλο φοβάμαι. Απ τον τρόπο που χτύπησε  δείχνει άτομο με στρατιωτική εμπειρία. Ποιος μας αποκλείει να  σε βγάλουν αύριο απ την μέση  χτυπώντας από μακριά;
-Με sniper; ρώτησε ο Μπασκίμ
Ο  Αθηνόδωρος κούνησε το κεφάλι
Ο Μπασκίμ πήρε μια ανάσα  πριν απαντήσει
-Μπορώ να  καλύψω  μια αρκετά μεγάλη περίμετρο  που χουν εμβέλεια τα περισσότερα  τουφέκια  ελεύθερου σκοπευτή
-Πάντα  υπάρχει ο κίνδυνος να σου ξεφύγει κάτι όμως και να γίνει το κακό, απάντησε ο Αθηνόδωρος
-Στρατιωτική  εκπαίδευση, είπε ο Γκας , αυτού του επιπέδου  είχε ο Δαίδαλος, ο ανιψιός του Δείμου
Όμως  εδώ και δυ  χρόνια  έχω να ακούσω κάτι για αυτόν. Εξαφανισμένος
Ο  Αθηνόδωρος σηκώθηκε  να   φύγει
-Που πας;  ρώτησε ο Μπασκίμ
-Θα  βγω λίγο στην πιάτσα να  δω αν μπορώ να μάθω αν πήρε κάνα μάτι τον Δαίδαλο


Στο  σπίτι της Ζέτας η  Μίνα με την Σούλα πίνανε καφέ στην κουζίνα
-Κοιμήθηκε, είπε η Μίνα για την Ζέτα, και η Δήμητρα μαζί  της
-Είμαστε  τόσες ώρες άυπνες. Εσένα σε  ταλαιπώρησαν και με  την κατάθεση. Μήπως να πέσεις;
-Καλά  είμαι..., εσύ πως είσαι;
-Σε αυτή την δουλειά  όσα  φονικά και να δεις  ποτέ δεν το συνηθίζεις
Η Μίνα άπλωσε το χέρι της και της χάιδεψε τον καρπό
Η  Σούλα  γύρισε την παλάμη  της και  τα χέρια τους ενώθηκαν
-Ο  Λευτέρης θα  ήθελε να φανούμε   δυνατοί και  να συνεχίσουμε
Η  Σούλα κούνησε το κεφάλι
-Αυτά από μεθαύριο. Το αύριο πως περνάει;
Η Μίνα αναστέναξε  και δάκρυσε ακόμη μια φορά


Στο καφενείο  ο Χαλαράς  ήπιε μια γουλιά απ το   τσίπουρο  του και σηκώθηκε
-Φεύγεις; τον ρώτησε ο Σώτος
-Όχι , πάω τουαλέτα, είπε και κίνησε  προς τα εκεί
Ο  μαέστρος  γύρισε το κεφάλι του και τον κοίταξε  καχύποπτα
Όταν  μπήκε  κλείδωσε την πόρτα και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη της
Αντίκρισε το είδωλο του και το κοίταξε με απέχθεια
Μετά έβγαλε  την  κόκα απ την τσέπη του πουκαμίσου και  σνίφαρε  μια γραμμή


Ο Αθηνόδωρος  είχε  πάρει τους  δρόμους
Είχε παγωνιά  και  είχε ξεκινήσει πάλι να ρίχνει ένα  ψιλόβροχο όταν πλησίασε έναν  ψευτο-ζητιάνο που είχε καθίσει στην γωνία  ενός κεντρικού  δρόμου
-Ψάχνω τον Δαίδαλο
-Ακούγεται πως   έχει ξανασκάσει στην πιάτσα, απάντησε ο ζητιάνος χωρίς να τον κοιτάει
-Δεν τον είδες όμως εσύ;
Ο ζητιάνος κούνησε το κεφάλι  
-Ούτε έχεις ακούσει  σε ποια μέρη σκάει;
-Σου  χω μια  άλλη πληροφορία , ίσως  σε ενδιαφέρει
Ο Αθηνόδωρος κούνησε το κεφάλι του
-Ο Σταηκούρας  που  χει το κολάδικο. Αυτόν προορίζανε να αντικαταστήσει τον Φετφατζίδη
Βέβαια  τα αδελφάκια που το κανονίζανε  τώρα είναι κάτω απ το χώμα , δεν ξέρω πόσο  ισχύει ακόμη η προσφορά  τους
-Αυτό θα το μάθω  εγώ, του είπε και  πέταξε ένα  κατοστάευρω  στο  χαρτονάκι που χε μπροστά του ο ζητιάνος  για  τις ελεημοσύνες
Ο ζητιάνος τον κοίταξε
-Είναι πολλά  Αθηνόδωρε
-Πάρε  ρεπό, ξεκίνησε να  ψιχαλίζει και  χει  παγωνιά, του πε και έφυγε. Κίνησε προς το αμάξι του, μπήκε μέσα  και  πριν βάλει μπροστά   μονολόγησε, όχι  γαμώτο, αυτό ήθελα να το αποφύγω

Το  αμάξι του   κύλησε μέσα στους  βρεγμένους δρόμους  της πόλης.
Κίνησε προς την έξοδο της  και  μετά  βγήκε στην εθνική οδό με κατεύθυνση νότια
Σε μια ώρα  περνούσε μπροστά απ το κάστρο του Πλαταμώνα και  σε  λίγο άφηνε πίσω  του  τα  ορεινά  εδάφη της Μακεδονίας μπαίνοντας  στον Θεσσαλικό  κάμπο
Σε  δυο ώρες το αμάξι του εισερχόταν σε έναν καταυλισμό τσιγγάνων
Το αμάξι του  σταμάτησε  και βγήκε πατώντας στο λασπωμένο  χώμα
Όλοι σταμάτησαν τις  δουλειές τους και γυρίσαν και τον κοιτάζαν
3 νεαροί άντρες με  κοντόκαννες  καραμπίνες στα χέρια εμφανίστηκαν μπροστά  του
Ο μεσαίος  έφερε την δική του  στο ύψος της κοιλιάς του και τον σημάδεψε
-Δεν έπρεπε να  έρθεις εδώ, του είπε
-Αυτό θα το συζητήσω με εκείνη
-Εγώ πάλι θα σου έλεγα να  σηκωθείς να φύγεις
Από μια τεράστια  σκηνή  βγήκε η  Σοφία  και  φώναξε  στον  μεσαίο  νεαρό άντρα
-Άστον να  περάσει  Παντελή
Ο Παντελής και οι δυο φίλοι του  κάναν στην άκρη και του έκανε νόημα να περάσει
-Θα σε προσέχω  γέρο , του είπε καθώς περνούσε από δίπλα  του
Η  Σοφία μπήκε μέσα στην σκηνή  και έκατσε  σε μια  πολυτελή   φτιαγμένη  στο χέρι πολυθρόνα
Ο  Αθηνόδωρος μόλις πέρασε μέσα στην σκηνή  δυο σφαίρες  σκάσανε στα πόδια  του
Κοντοστάθηκε. Τρόμαξε  αλλά  δεν το έδειξε
Η  Σοφία κρατούσε ένα πιστόλι στα χέρια της
-Πολύ θράσος  το χεις, του είπε
Ο  Αθηνόδωρος  την κοίταξε στα μάτια
Η  Σοφία αμέσως κατάλαβε. Πάντα  οι δυο τους έφτανε να κοιταχτούν στα μάτια  για να καταλάβουν ο ένας τον άλλον
Σηκώθηκε και τον πλησίασε
-Τι έγινε;  τον ρώτησε
Ο Αθηνόδωρος δεν μίλησε
Μερικά λεπτά αργότερα περπατούσαν μόνοι τους   παράλληλα με τις όχθες του Πηνειού
-Προλαβαίνετε  ακόμη να  κάνετε πίσω,  του είπε  η Σοφία και συνέχισε, όλο το χρέωμα   μέχρι στιγμής πάει στον  Λευτέρη και σεις δεν κινδυνεύετε. Κάντε πίσω για να μην κινδυνέψετε
-Αυτό δεν γίνεται, απάντησε ο Αθηνόδωρος
Η  Σοφία κοντοστάθηκε και αυτός την μιμήθηκε
-Δεν θα την γλιτώνεις για πάντα Αθηνόδωρε
-Ο Λευτέρης...ότι έκανε  το έκανε για εμάς
-Ήταν το  όνειρο  του 
-Το όνειρο  του από παιδί ήταν να  κάνει αυτό για να  βοηθήσει    κάποιους ανθρώπους
-Μυστήριος άντρας. Τον είχα συναντήσει κάποτε 


Ο Λευτέρης καθόταν μέσα στην τέντα 
Η  Σοφία  του έδινε ένα  φάκελο με λεφτά
Ο  Λευτέρης τον κράτησε στα χέρια και της είπε
-Με  σώζεις  Σοφία
-Θα μπορέσεις να τα  επιστρέψεις; Στην  ώρα  τους;
-Αν δεν  ήμουν σίγουρος   πως θα  τα επιστρέψω  δεν θα στα  ζητούσα
-Στην πόλη σου  έχει  τοκογλύφους  που  θα  στα δίνανε με  καλύτερους όρους
Ο Λευτέρης χαμογέλασε
-Τοκογλύφους,  εσύ   όμως δεν είσαι  τοκογλύφος
Η  Σοφία  χαμογέλασε
-Τι κάνει  αυτός;  τον ρώτησε εννοώντας τον Αθηνόδωρο
-Τον ξες, δεν έχει ανάγκη
-Να  τον προσέχεις
-Μάλλον αυτός προσέχει   εμάς
Η Σοφία  γέλασε  δυνατά και φώναξε
-Τώρα  σώθηκες 
Ο Λευτέρης  γέλασε και  αυτός
Μετά την κοίταξε και την ρώτησε
-Τι  έπαιξε  μεταξύ σας;
Η  Σοφία έκανε ένα νεύμα με το χέρι της  σαν να του έλεγε "άστο"
-Καλά  δεν  σκαλίζω   πληγές, είπε και σηκώθηκε, και πάλι σε ευχαριστώ, είπε και τράβηξε προς την έξοδο της σκηνής, πριν βγει γύρισε και την κοίταξε, αν ποτέ στραβώσει πολύ το πράγμα  με τον  δικό μου, θα  σε παρακαλούσα πρώτα  να  έρθεις να με  βρεις πριν κάνεις κάτι 


Η  Σοφία  κοιτούσε τώρα τον Αθηνόδωρο
-Σε αγαπούσε  πολύ ο πιτσιρικάς
Ο  Αθηνόδωρος συγκινήθηκε
-Δεν περίμενα  ποτέ να το πω αυτό. Σε παρακαλώ  Σοφία  βοήθα με , βοήθα με να  τον τιμήσω έτσι όπως πρέπει
-Με σφαίρες;
-Και αυτό αν χρειαστεί. Δώσε μου τις απαντήσεις που θέλω  και για  αντάλλαγμα θα επιστρέψω ως  ο τελευταίος όλων  εδώ
Η  Σοφία  τον κοίταξε για λίγο
-Τόσο πολύ  λοιπόν σε αγαπούσε ο πιτσιρικάς και τόσο   τον αγαπούσες;
-Τον αγαπάω ακόμη...δεν  το χωράει  καν ο νους μου πως  έφυγε
-Καταρρέεις  Αθηνόδωρε; Δεν σε έχω  δει ποτέ έτσι και  χεις περάσει  χειρότερα
-Μπροστά  στα παιδιά   πρέπει να μαι  σκληρός όμως εδώ...
-Εδώ αναπνέεις  ξανά  ελεύθερος  απ τα  "¨πρέπει" και τα  ψέματα της ζωής που  διάλεξες
Δεν θα  γυρίσεις εδώ  Αθηνόδωρε γιατί δεν ανήκεις  εδώ
Έμαθες με τους  μπαλαμούς τόσα χρόνια  
Ο  Αθηνόδωρος έσκυψε το κεφάλι
-Κατάλαβα. Συγνώμη που σπατάλησα  τον χρόνο  σου, είπε και κίνησε πίσω για τον καταυλισμό
-Ο Δείμος θα δώσει  το μαγαζί στον Σταηκούρα, όπως ακριβώς  το  συμφωνήσανε  οι Στόγκες. Και  θα   συντρίψουνε οποιοδήποτε πάει να τον εμποδίσει
Ο ανιψιός  του  είναι ο φονιάς του Λευτέρη
Για την ώρα του ζητήθηκε να  λουφάξει  , δεν είναι σίγουρο αν θα το κάνει
Ο Μπαρτάς  θεωρεί πως ίσως  ήρθε η ώρα του  και  συζητάει στα κρυφά με τα άλλα  τρία  αφεντικά
Ο Αθηνόδωρος κοντοστάθηκε
-Αυτό που επείγει και πρέπει να  γίνει σήμερα κιόλας είναι να  κόψει κάποιος  τον  δρόμο του Σταηκούρα  προς το Νικαράγουα
Αύριο  το πρωί το χει πάρει
Τα υπόλοιπα  μπορούν να περιμένουν
Ο Αθηνόδωρος  γύρισε και την κοίταξε
-Αύριο έχουμε την κηδεία
-Αύριο αναλαμβάνει  τις περιοχές των Στογκαίων ο Ολλανδός. Τον  έφερε πίσω απ την Νέα  Υόρκη
ο  βασανιστής της χούντας, η Σοφία κοίταξε τον ουρανό, σε λίγο  σουρουπώνει. Δεν έχετε πολύ χρόνο αν  θέλετε να μην βρείτε αύριο μετά την κηδεία της πόρτες  του μαγαζιού σας με άλλες  κλειδαριές
-Γιατί με βοήθησες;
-Πότε δεν σε  βοήθησα αναθεματισμένε; Θυμάσαι μια μέρα που να ξημέρωσε  χωρίς να σε νοιάζομαι;
-Όταν ήρθα...με  πυροβόλησες
-Πάντα θα σε  πυροβολάω και θα σε βοηθάω
-Δεν νιώθω ελεύθερος εδώ στο ποτάμι μόνο εγώ τελικά 
-Τράβα  πίσω   στην πόλη σου και στους ανθρώπους  σου και  βοήθησε τους. Για τα άλλα  έχει ο θεός
Ο  Αθηνόδωρος της χαμογέλασε και κίνησε προς τον καταυλισμό  
Η  Σοφία τον έβλεπε  να φεύγει και ψιθύρισε
-Έχει ο  θεός  για τα άλλα, εμείς  δεν  ξέρω αν  έχουμε  

Σε δυο ώρες ήταν πίσω  στην καλύβα ο Αθηνόδωρος και  διηγούνταν όλα όσα του είπε η  Σοφία
-Κάλεσαπίσω τον Αλντίν και  τα παιδιά, το πρωί θα είναι εδώ μπορούν να το κανονίσουνε, είπε ο Μπασκίμ
-Δεν προλαβαίνουμε. ότι είναι να  γίνε πρέπει να γίνει  πριν το ξημέρωμα
Ο Γκας  σήκωσε το βλέμμα  του και  κοίταξε και τους δυο
-Μια  μηχανή θα  χρειαστώ, κλεμμένη
-Γκας..., πήγε να πει ο Μπασκίμ
-Όχι  τώρα  Μπασκίμ και συ  Αθηνόδωρε, βρες μου μια κλεμμένη μηχανή, μόνο αυτό
Ο  Αθηνόδωρος  σηκώθηκε  και  πήρε τηλέφωνο  στους δικούς του
Είπε μερικές    λέξεις  στα  τσιγγανικά  και  έκλεισε το τηλέφωνο
Μετά κοίταξε  τον Γκας και  είπε
-Σε  τρεις ώρες  το πολύ θα μας φέρουν  αυτό που ζήτησες
-Εντάξει. Η νύχτα μόλις ξεκίνησε  και θα ναι  μεγάλη
-Ξανασκέψου το  αδερφέ , δεν νομίζω να είσαι σε  θέση σήμερα να...
-Μια χαρά είμαι Μπασκίμ
-Θα έρθω και γω μαζί  σου 
-Αποκλείεται. 
-Το χουμε ξανακάνει , θυμάσαι; Στα ντουζ  στην φυλακή με  κορδόνια   κιόλας. Τώρα θα χουμε  γκάνια ΄-Τώρα μπορεί να έχουμε γκάνια αλλά εσύ έχεις   γυναίκα και παιδιά  αδερφέ
Είμαι κάθετος , όχι
-Ωραία λοιπόν, είπε ο Μπασκίμ και σηκώθηκε όρθιος  βγάζοντας απ το  σακάκι  του το πιστόλι του και το έστρεψε προς το κεφάλι του  Γκας, τότε δεν θα πας ούτε και εσύ
Ο Γκας  τράβηξε και αυτός το όπλο του και   τον σημάδεψε έτσι όπως καθόταν ακριβώς στο σημείο που ήταν τα γεννητικά του όργανα
Ο  Αθηνόδωρος τράβηξε και  αυτός τα του  πιστόλια του και σημάδευσε και τους  δύο
-Θα μου ρίξεις  στο μυαλό; ρώτησε ο Γκας, ποτέ  δεν παινεύτηκα πως είχα αρκετό
-Θα μου ρίξεις  στα γεννητικά όργανα Γκας; Ευτυχώς που πρόλαβα και έκανα οικογένεια  , δεν θα μου λείψουν
-Δεν κόβεται τις μαλακίες και οι δυο σας, φώναξε ο  Αθηνόδωρος που  συνέχιζε να τους σημαδεύει
Δυο τσιγγανάκια παράδωσαν έξω απ την καλύβα  την  κλεμμένη  μηχανή στον  Γκας.
Ο  Αθηνόδωρος  έβγαλε να τους δώσει μερικά λεφτά αλλά  τα παιδιά  του κάναν  νόημα  πως δεν θα  θέλαν
-Αυτή η  δουλειά είναι για άλλο  σκοπό  θείο...για καλό σκοπό, του παν
Ο Γκας ανέβηκε πάνω  της και την έβαλε  μπροστά.
Μάρσαρε  για να  την  ζεστάνει
Ο Μπασκίμ τον ακολούθησε και ανέβηκε  από πίσω του
Η μηχανή ξεκίνησε ενώ  η νύχτα είχε απλωθεί πάνω απ την πόλη
Η μηχανή διέσχισε παράλληλα  με το ποτάμι το   χωμάτινο μονοπάτι
Έστριψε και βγήκε στην άκρη της εθνικής οδού
Κοντοστάθηκε λίγο αφήνοντας μια απ τις πολλές νταλίκες να περάσει 
Μετά μπήκε  στον δρόμο και  ξεκίνησε να   γκαζώνει
Κινούνταν με  φόντο τον ήλιο που  χε πάρει το χειμωνιάτικο πορτοκαλί  χρώμα  του καθώς  χανόταν προς τα  δυτικά  ενώ μπροστά του,  τον δρόμο του τον έδειχναν τα  φώτα της πόλης
Οι κολώνες  φωτισμού  στα πλάγια της εθνικής  εμοιαζαν σαν να περνάνε από δίπλα τους με αστραπιαία  ταχύτητα

Ο Σταηκούρας   το γλεντούσε μέσα στο κολάδικο κερνώντας όλο το μαγαζί
Οι φίλοι του  του δίναν  συγχαρητήρια

Η μηχανή  συνέχιζε να  πλησιάζει την πόλη
Ο αέρας είχε  εκείνο  το βόρειο  χειμωνιάτικο άρωμα  του 
Όμως ο  Γκας και ο Μπασκίμ   κοιτούσαν ευθεία μπροστά  προσπαθώντας να καθαρίσουν  το μυαλό τους από κάθε σκέψη πλην μίας. Να  φέρουν την αποστολή τους σε πέρας
Το χαν ξαναζήσει αυτό  μερικές φορές ακόμη  όμως  τότε  η  δράση του  αναπτυσσόταν ανάμεσα στους  4 τοίχους της φυλακής, τώρα    ο αέρας της ελευθερίας τους "μαστίγωνε" από  παντού


Στο κολλάδικο οι θαμώνες και τα κολλητάρια του Σταηκούρα  είχαν ξεκινήσει τις  καθιερωμένες  για κάθε έλληνα μικροαστό ζειμπεκιές  ξεφτιλίζοντας  έναν  χορό που δεν τους άνηκε και τον καπηλεύονταν  ίσα ίσα για να νιώσουν κάπως  λεβέντες  εντός μιας  ζωής  που την αφιερώσαν  σε λαμογιές  και γλειψίματα


Η μηχανή τώρα έμπαινε  μέσα στην πόλη και  κινούνταν στην κεντρική παραλιακής  λεωφόρο της που ήταν άδεια
-Σε πόση  ώρα ξημερώνει;  ρώτησε ο  Γκας
-Σε 3 ώρες
-Έχουμε χρόνο, είπε και πάρκαρε την μηχανή  στην προκυμαία. Μετά έβγαλε το κίνητο του και τηλεφώνησε στην Μίνα
-Γκας; είπε  χαρούμενη  , όσο μπορούσε μια τέτοια νύχτα να είναι χαρούμενη,  πως είσαι;
-Μίνα, δεν έχω πολύ χρόνο
-Τι εννοείς;
-Άκουσε με σε παρακαλώ. Θέλω να σε ρωτήσω κάτι
-Ναι Γκας
-Αυτά που  μου είπες...προχτες. Ξέρεις ο κόσμος μας είναι φτιαγμένος έτσι ώστε  όλοι λένε  διάφορα και μετά γυρνάνε και σου λένε , λάθος καταλάβες. Πες μου , αυτά που είπες προχτές , ήταν αλήθεια;
-Εμείς  δεν είμαστε ο κόσμος Γκας. Και βέβαια ήταν αλήθεια. Πιο  αλήθεια  δεν ξέρω αν θα μπορούσε να είναι
Ο Γκάς κοίταξε  ψηλά τον ουρανό για μια στιγμή μετά πήρε μια ανάσα και ξαναμίλησε
-Σε μια ώρα, θα μπορέσεις να πάρεις ένα ταξί;
-Έχω αμάξι  Γκας  ξέχασες;
Ο  Γκας κούνησε το κεφάλι του
-Σε μια  ώρα, μπορείς να  έρθεις εκεί που ήμασταν προχτές;
-Μπορώ αγάπη μου, μπορώ
-Αν...αν δεν  έρθω...
-Μην μιλάς
-Αν δεν  έρθω Μίνα
-Θα έρθεις, μ ακούς;
Για λίγο  δεν μιλήσαν και μετά ο Γκας το έκλεισε λέγοντας της
-Σε μια ώρα

Έκλεισε το τηλέφωνο και πλησίασε την μηχανή
Ο Μπασκίμ  καθόταν στην θέση του οδηγού
Τον κοίταξε
Ο Αλβανός έβγαλε ένα δεύτερο πιστόλι γεμάτο και του το έδωσε. Μετά έβγαλε  4 χειροβομβίδες απ την τσέπη  
-Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις;  τον ρώτησε
-Ξέρεις που είναι το μαγαζί του;
Ο  Μπασκίμ χαμογέλασε και  έβαλε μπροστά με την μίζα την μηχανή
Ο Γκας πήδηξε  σχεδόν σ την πίσω  θέση 
Η μηχανή τώρα κύλησε λίγο μέσα στα στενά πριν  φρενάρει απέναντι απ το μαγαζί του Σταηκούρα
Ο Μπασκίμ δεν κατέβασε τον πλαγιοστάτη , ούτε  την έσβησε
Ο  Γκας κατέβηκε και  κίνησε με  σταθερό και ήρεμο βήμα προς  το κολλαδικό
Στην είσοδο του καθόταν ως  υποδοχή  4  νεαροί  που  ο σωματότυπος του πρόδιδε συνεχή ενασχόληση με την γυμανστική
Ο  Γκας τους πλησίασε και πριν προλάβουν να  πουν κάτι  τράβηξε τα  δυο του πιστόλια και  έρξε  4 σφαίρες  στα κεφάλια  τους
Μετά  έβαλε  τα πιστόλια του  στις δυο τσέπες απ το σακάκι του και τράβηξε  δυο απ τις  χειροβομβίδες. Έβγαλε  με τα  δόντια του τα κλειδιά ασφαλείας ενώ συνέχιζε να τις  σφίγγει  στις χούφτες του
Μετά με μια κλωτσιά άνοιξε την πόρτα του μαγαζιού όπου  η μουσική έπαιζε  στην διαπασών τις ζεμπεκιές , όμως στο κεφάλι του  Γκας έπαιζε άλλη μουσική
Κοντοστάθηκε μπροστά στην πόρτα
Όταν γύρισαν όλοι  να τον δουν  είχε  ήδη υψώσει τα χέρια του  και άφηνε τις χούφτες να χαλαρώσουν
Οι  χειροβομβίδες  φεύγαν απ τα  χέρια του και κυλούσαν προς τους  θαμώνες
Πριν καν καταλάβουν όλοι τι συνέβαινε  είχε τραβήξει τα δυο του  πιστόλια και τα άδειαζε πυροβολώντας τους πάντες και τα πάντα
Όταν  όλα τελειώσαν  έβγαλε και τις άλλες δυο χειροβομβίδες και τις  πέταξε  μέσα στον χώρο
Μετά έτρεξε προς την μηχανή  και ανέβηκε πάνω της
Ο Μπασκίμ  γύρισε και τον κοίταξε χαμογελώντας
Μια ιδέα χαμόγελου εμφανίστηκε και στο πρόσωπο του  Γκας
  
Για κάποιον λόγο ο Μπασκίμ  καθώς άνοιγε την αυλόπορτα του σπιτιού  του έφερε στο μυαλό του  τους  αλβανούς ληστές  που τους κλέψανε  στην Πίνδο και μετά  τους έλληνες  απ την στρατιωτική περίπολο   που  τους συνέλαβαν,  τους κλείδωσαν σε έναν αχυρώνα και τους βασάνιζαν
Μπήκε στο πσίτι του και άφησε τα κλειδιά  του  στο τραπέζι 
Πρώτα κίνησε για το υπνοδωμάτιο των παιδιών του
Δυο μικρά παιδάκια   ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι  κοιμόντουσαν  τόσο ήρεμα
Με προσεκτικές κινήσεις  έσκυψε και τα φίλησε
-Εσείς  δεν θα χρειαστεί ποτέ να περάσετε την Πίνδο  πεζοί, τα  ψιθύρισε
Το αγοράκι άνοιξε τα μάτια του και τον κοίταξε
-Μπαμπά; Σε αγαπάω, του είπε
-Και γω γιέ μου, είστε όλη μου  η ζωή

Η μηχανή  του ήταν παρκαρισμένη  στην  βρώμικη αμμουδιά που κοιτούσε στο βάθος  το αεροδρόμιο
Το αμάξι της  Μίνας σταμάτησε  από πίσω του
Γύρισε και την είδε  να  βγαίνει
Το πρόσωπο της , πλέον αμακιγιάριστο, έμοιαζε κουρασμένο και  φαινόταν καταπονημένο  απ το κλάμα
Τον πλησίασε
Αυτός κίνησε  επίσης προς το μέρος της
Δεν μιλησαν
Μόνο αγκαλιάστηκαν ενώ ακούστηκε ο βόμβος από ένα ακόμη αεροπλάνο που απογειωνόντανε και περνούσε ακριβώς από πάνω  τους



Σχόλια