share

Τα κορίτσια της γειτονιάς μου- Η Κοντέσα (ζωγραφική)

 

Κοντέσα,

Κοντέσσα την λέγαμε

Η γειτονιά μου είχε όλο χαμόσπιτα 

Φτωχός κόσμος 

Και αυτή  φτωχιά ήταν , όμως κατάφερε και πήρε τον πιο πλούσιο της γειτονιάς

Λαζοντόιτς που  γύρισε απ την Γερμανία  με κομπόδεμα ο γέρος

Κατάφερε η κοντέσσα και τον  τύλιξε και από τότε  κυκλοφορούσε και συμπεριφερόταν...ως τι άλλο;  ως κοντέσα

Και ο  δικός της μέσα στα λούσα  ο γέρος. Με μερσέντα, χρυσή καδένα , να  σκάει καφενείο και κερνά  φωνάζοντας επιδεικτικά 

"από μένα ρε"

Ήταν ένα καλοκαίρι  απ τα παλιά

εκείνα  τα μαοϊκά  φτωχικά καλοκαίρια  μας  στην γειτονιά

Πρωινό  ξύπνημα για δουλειά και  μετά λεωφορείο  και  νέα ταλαιπωρία   μέχρι την επιστροφή στο σπίτι  να φας λίγο  φαϊ και να  δροσιστείς  με καρπουζάκι

Εκείνο  λοιπόν το καυτό καλοκαίρι  που ακόμη δεν είχαν  βγει τα air cooler η Κοντέσα  έσκασε

Καλός ο γέρος ο λαζοντόιτς, στα πούπουλα την είχε  όμως κάτι της  έλλειπε

Καθόταν απ το πρωί  με τα  εσώρουχα  στο παραθύρι του δίπατου   και παρακολουθούσε  την φτωχολογιά κάτω στον δρόμο

Οι κυράδες   φτιάχναν  καφεδάκι και μετά σέρναν τα  σκαμνάκια τους  στο πεζοδρόμιο και στήναν κουβεντολόι

Τα  κοριτσάκια που ταν στην ηλικία της όταν πήρε τον γέρο βγαίναν αγκαζέ στον δρόμο. Περπατούσαν και συζητούσαν   ασαταμάτητα  για πράγματα  που πρωτοανακαλύψαν και  τα οποία   για  κάποιαν στην ηλικία της  είναι  δεδομένα ...τετριμμένα

Οι άντρες  καμπούρηδες, σκυφτοί, κουρασμένοι βαδίζαν  στην δουλειά

όλοι είχαν ένα κοινό   παρονομαστή. Γελούσαν

Να  φαν δεν είχαν  αλλά όλα τους φαινόταν ήρεμα , αστεία  και  αν και δεν ήταν ωραία  δεν καθόνταν να σκάσουν , το ρίχναν στο γέλιο

Η Κοντέσσα  , ειδικά  βλέποντας τα κοριτσάκια,  θυμήθηκε πως  και αυτή  ήταν κάποτε  έτσι

Βάδιζε ανέμελα ε  άδειο στομάχι  στους δρόμους, μιλούσε με τις φίλες της  και γελούσε. Γελούσε συνεχώς

Τώρα , μετά τον γάμο εδώ και χρόνια δεν είχε φίλες

Αυτές μείνανε παρακατιανές ενώ αυτή έγινε μια κοντέσα ...με αρχικόντε τον  Λαζοντόιτς τον σκυλά  που επέστρεψε απ την Γερμανία με  μερσέντα και κορνάροντας  όσο πιο δυνατά γινόταν για να τον δει η γειτονιά

Βαριόταν

Και τον λαζοντόιτς , και τα   χρυσαφικά που της έκανε δώρο , και τα  σκυλάδικα που την πήγαινε και  "τα σπάγανε", και την  φιγούρα, και την χλιδή...

Την έλλειπε το γέλιο της ανεμελιάς  που παράγει η  φτώχεια 

Δεν άντεξε και δεν το σκέφτηκε

Κατέβηκε το δίπατο το μεσημέρι

Βγήκε  έξω  στον δρόμο  χωρίς να σκεφτεί να  φορέσει κάτι πάνω απ τα  εσώρουχα και  στάθηκε εκεί να  ξανανιώσει  κάτι απ την παλιά της  ζωή

Η γειτονιά  μου παρακάτω  κατέληγε στην θάλασσα

και κάποιος που σχολούσε απ την δουλειά  πέρασε μπροστά της με την μηχανή

Αυτή ένιωσε  το  αεράκι που έφερνε το ιώδιο   απ την  ακρογιαλιά και αυτός χωρίς να μιλήσουν κατάλαβε  τι  ζητούσε

Την ανέβασε στην μηχανή και  κατευθύνθηκαν  προς  αμμουδιά








Σχόλια