share

Ο Τζου και η Τζούλια (φανταστική ιστορία)

 
 Ο  Τζού ήταν  δεν ήταν 21. Δούλευε  σε πιτσαρία πακετάς στα ανατολικά σχεδόν όλη μέρα
Ήταν από φτωχή  οικογένεια και  "διψούσε"  να χει αυτό που δεν είχε ποτέ  στην ζωή του. Λεφτά στην τσέπη
  Η Τζούλια ήταν  από  τα  δυτικά. Είχε όλα εκείνα τα χωριατίστικα  χαρακτηριστικά που προσπαθούσαν  να αποκρύψουν στις εξόδους τους  αρκετά  κορίτσια
Ο  πατέρας της αν και ζούσαν σε υποβαθμισμένη   συνοικία ήταν καλοπιασμένος- σίγουρα καλύτερα απ τον  εργάτη πατέρα του Τζου.
  Από  νωρίς  είχε ανοίξει ένα συνεργείο αυτοκινήτων , επεκτάθηκε και στο εμπόριο  παλιοσίδερων και τα κονομούσε   γερά
  Ο μεγάλος του γιος  ο Παγκράτης  τον βοηθούσε  στο μαγαζί. Η  Τζούλια είχε περάσει  πανεπιστήμιο. Τότε  τα  "χωριατοκόριτσα"   κατέβαλλαν περισσότερη  προσπάθεια  για να  μπουν στα αει. Λίγο η  δίψα τους για   γνώση, λίγο η ψευδαίσθηση πως θα  αποκτήσουν με το πτυχίο μια καλύτερη   ζωή
  Μια  συμφοιτήτρια της την πήρε λοιπόν ένα βράδυ να πιούνε καφέ στην Αρετσού. Τότε   στην Αρετσού  γινόταν χαμός. Κάθε βράδυ έβλεπες  εκατοντάδες παπάκια, εντούρο και  πίστας  μηχανές απ έξω
   Ο Τζού είχε  τελειώσει  νωρίς την δουλειά  και  πήγε σε μια από αυτές να "χτυπήσει" ένα ουίσκι.

Έκατσε στο μπαρ με πλάτη στα τραπέζια και έτσι ούτε είδε την Τζούλια , ούτε αυτή  τον πρόσεξε
Κάποια στιγμή όταν κατέβηκε στις τουαλέτες δεν πρόσεξε και έπεσε κυριολεκτικά πάνω  της. Δεν ήθελε  κάτι παραπάνω εκείνα τα χρόνια για να ερωτευτούν  για πάντα. Έφτανε μόνο που κοιτάχτηκαν στα μάτια
   Κάθε  βράδυ λοιπόν  η Τζούλια στολιζόταν και να σου την  στα ανατολικά να  περιμένει τον Τζού  να σχολάσει
  Έλα όμως που του Παγκράτη του το "σφύριξαν" κάτι καλοθελητές". Ο αδερφός της Τζούλιας  αγαπούσε αλλά δεν άντεχε τον βίαιο  χαρακτήρα του γέρου  της. Η αυταρχικότητα του  μαζί με την έλλειψη  σεβασμού προς το πρόσωπο  του γιου του πάνω  στην δουλειά  , μπροστά σε πελάτες, του δημιουργούσαν  από μικρό πολλά  κόμπλεξ. Του κάτσαν και πολλά λεφτά και το παιδί άρχισε να  βρίσκει  διέξοδο στην  ηρωίνη. Άλλωστε και η  υπόλοιπη παρέα  "χτυπούσε" που και που. Με μια δυο φορές άλλωστε πίστευαν δεν "κολλάς"
   Είχε κάνει καλό κεφάλι ο Παγκράτης εκείνο το βράδυ που ο Τζού γυρνούσε τη αδερφή του σπίτι
Διέσχισε όλη την Όλγρας  με την Τζούλια  να τον έχει αγκαλιάσει και να χει  γείρει το κεφάλι της   στην πλάτη  του. Μπήκε  Τσιμισκή  ενώ του μιλούσε  για το μέλλον τους. Στην Λαγκαδά του λέγε πως αυτή  θα διοριζόταν καια υτός θα  άνοιγε μια πιτσαρία. Μπαίνοντας στα  στενά  σύνορα Μενεμένης με  Ηλιούπολη    ο Τζου  αντίκρισε  μια ομάδα  από  πίστας  μηχανές να  τον  προσσεγίζουν εν κινήσει  και να  τον κυκλώνουν
  Ο  Παγκράτης έκανε  νόημα να πάνε  στην άκρη.
  Μπορούσε να κάνει και αλλιώς;
Μόλις κατέβηκε  απ την μηχανή και αφού η Τζούλια του χε εξηγήσει πως ήταν ο αδερφός της πήγε να του δώσει το ΄χερι του και να μιλήσουν. Δεν κατάλαβε  για πότε  δέχτηκε  το χτύπημα απ την αλυσίδα  από  πίσω. Αμέσως   η παρέα του Παγκράτη  αρχίσαν να τον κοπανάνε με  αλυσίδες και κρίκους. Ο  Τζού έπεσε  στην άσφαλτο  αλλά  αυτοί  συνέχιζαν απτόητοι
  Αγαπούσε τόσο την Τζούλια που παρά τ ανεύρα του δεν ήθελε να βαρέσει τον αδερφό της μέχρι που  είδε  τον Παγκράτη να την πλησιάζει, να την λέει πουτάνα και να της  δίνει  μια  πολύ  δυνατή σφαλιάρα  επειδή  ούρλιαζε να σταματήσουν
  Εκεί ήταν που κατέβασε  ρολά. Θόλωσε. Κάθε έννοια σκέψης και λογικής  εγκατέλειψε το μυαλό του.
 Σηκώθηκε, ένας θεός ξέρει πως  , αφού  η  παρέα του  Παγκράτη  τον βαρούσαν  αλύπητα. Τράβηξε  απ το μπουφάν του   το μαχαίρι του και ξεκίνησε  να καθαρίζει  τα  ανθρώπινα εμπόδια  που στεκόταν ανάμεσα σε αυτόν και  τον  άνθρωπο που βάρεσε τον έρωτα της  ζωής  του.
  Είχαν  φτάσει  δυο περιπολικά    την ώρα που  απέμεναν  μόνο 5  βήματα   για να φτάσει τον Παγκράτη. Ο αδελφός της Τζούλιας  χαμογέλασε  θεωρώντας πως ο  Τζου είχε δει το λαμπύρισμα απ τους φάρους  και είχε ακούσει τις σειρήνες. Θεώρησε πως   ο φόβος της αστυνομίας θα τον σταματούσε. Λάθος.  Το  ψυχρό μέταλλο απ τον σουγιά του καρφώθηκε σ την κοιλιά του και μόνον όταν οι μπάτσοι τον τράβηξαν με δύναμη   βγήκε  απ  τις σάρκες του.
   Με πέντε πτώματα  στην άσφαλτο  δεν γινόταν ο  Τζου να μην  φάει  μεγάλη καμπάνα στο δικαστήριο
  Η  Τζούλια δεν φάνηκε ποτέ. Αυτός δεν γνώριζε πως η κοπέλα  ήθελε να  εμφανιστεί αλλά ο πατέρας της  δεν  της το επέτρεψε ποτέ
   Μετά τα πρώτα  χρόνια  συνήθισε την  φυλακή. όταν αποφυλακίστηκε  ήταν ήδη  50 ετών, οι  γονείς  του  γεροντάκια και κανείς δεν τον περίμενε απ  έξω
   Κοντοστάθηκε στην πόρτα και  θυμήθηκε εκείνη την ταινία που πλέον είχε  γίνει must
"Όταν  βγεις   κανείς  δεν θα  σε  περιμένει"
   
 Αγόρασε ένα μηχανάκι και  ξεκίνησε αυτό που ήξερε να κάνει καλά. Να οδηγάει μέσα στην πόλη εξυπηρετώντας  πελάτες. Πλέον δεν τον ένοιαζε να βγάλει λεφτά αλλά να  πέσει τυχαία κάποια στιγμή πάνω στην Τζούλια
   5 χρόνια  μετά έπεσε πάνω της. Την είδε να βγαίνει απ τα πανεπιστήμια  στην Εγνατία  αγκαζέ με  έναν  ψηλό σωματώδη πιτσιρικά. Ο γιος  είχε  αποφοιτήσει .
  Σταμάτησε  το παπάκι του και  έκανε να πάει να της μιλήσει
Είχε  δικαίωμα να της γαμήσει   μια στρωμένη  ζωή ;  Σκέφτηκε  , ξανασκέφτηκε. Έβγαλε  ένα τσιγάρο  , το  βαλε στο στόμα του  ,  το άναψε. Πήρε  δυο άπληστες τζούρες και μετά κοίταξε  τον  μοναδικό "αδερφό" που δεν  τον πρόδωσε ποτέ. Την πάπια  του.
    Πάτησε  τον λεβιέ  ταχυτήτων  και μπήκε από νεκρά πρώτη, πίεσε το γκάζι  και χάθηκε  μέσα στην Εγνατία  "σερφάροντας"  στα  ανώμαλα κύματα της που  ο δήμος τα ονόμαζε  "ασφαλτοστρωση" χωρίς  προορισμό
 
 

Σχόλια