Το παπάκι δεν είχε καλά φρένα γιατί δεν είχαμε λεφτά. Απ την άλλη ήταν χειμώνας και η κατηφόρα της Άνω πόλης έπιανε πάχνη τέτοια ώρα που αποφασίζαμε να επιστρέφουμε ξημερώματα σπίτι μας.
Ε, λίγο που δεν πιάνανε τα φρένα, λίγο η πάχνη στον δρόμο, λίγο το ψιλόβροχο, λίγο η κατηφόρα, βρεθήκαμε αγκαλιά να σερνόμαστε στο οδόστρωμα και να κοιτάμε την πάπια μπροστά μας να οδηγεί την τσουλήθρα.
Όταν σταμάτησε η φορά μας σταθήκαμε λίγο εκεί έτσι στην μέση του δρόμου. Δεν ήμασταν δα και πρωτάρηδες. Αν ερχόταν κάποιο αμάξι θα το ακούγαμε. Κοιταχτήκαμε. Γελάσαμε και σηκωθήκαμε.
Με τι φυσικότητα πλησιάσαμε την πάπια της οποίας το μοτέρ δούλευε ακόμη, την σηκώσαμε, ανέβηκαμε πάνω της και επιστρέψαμε στο σπίτι;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου